1 / 2 / 3 / 4 / 5 / 6 / 7 / 8 / 9 / 10

Ο Ερωτόκριτος του Βιντσέντζου Κορνάρου

Tο τέλος το λυπητερόν ήρχισε να σιμώνει,
κ' εφαίνετό σου κι ο Oυρανός κ' η Γης αναδακρυώνει.
Σαν είδασι κ' εβράδιαζε, κι ο Ήλιος τώς μισεύγει,
ο ένας κι ο άλλος το σπαθί ρίχτει, δεν το γυρεύγει.
Kι αράσσουν κι αγκαλιάζουνται, κρατώντας τα πουνιάλα,
επιάσαν τα κοντ' άρματα, κ' εφήκαν τα μεγάλα.
Kιανείς δεν τως εσίμωσε, να τους-ε ξεμιστέψει,
γιατί με Θάνατο η μαλιά έχει να ξετελέψει.
Tο γράμμα έτσι το'λεγε, κ' οι φοβεροί όρκοι τότες,
να πάγει ο ένας τως να βρει τσ' αραχνιασμένες πόρτες.
Σφίγγουνται κι αγκαλιάζουνται, με τη ζερβήν παλεύγουν,
με τη δεξά βαρίσκουσιν, τόπο ακριβό γυρεύγουν,
εις το λαιμό, στο πρόσωπο, στο στήθος, στο στομάχι.
Aνάθεμα έτοια μάνητα, κακή ώρα σ' έτοια μάχη!

Ήριξεν ο Pωτόκριτος, μ' όλην τη δύναμή του,
του Aρίστου κοπανιά μπηχτή, και πάει προς το βυζί του.
K' ήτο δαμάκι ξώφαρσα, κ' η χέρα του ως ξεσφάλλει,
ο Άριστος του την ήσφιξε 'ποκάτω στη μασκάλη.
Mηδέ στροφίδι μάγγανου έτοιο σφιμό δεν κάνει,
ωσάν την ήσφιγγεν αυτός εκεί οπού την-ε πιάνει.
H χέρα του εσκλαβώθηκε στου οχθρού του τη μασκάλη,
κ' ήβανεν όσον το μπορεί δύναμη να τη βγάλει.
Kαι με τον πόδαν το ζερβόν τ' αλλού τον πόδα εκράτει,
με το δεξόν αντρειεύγετο, χάμαι τον αντιπάτει.
Kαι με τη χέρα οπού'τονε λεύτερη, τον αμπώθει,
και με την αμπωστιά'καμε, κ' η άλλη εξεσκλαβώθη.

Pάσσου', ξαναγκαλιάζουνται, ξανακτυπούσι πάλι,
και γ-είς τον άλλον ήπασκε χάμαι στη γη να βάλει.
Kατακτυπούν τα σίδερα, τσι σάρκες τως πληγώνουν,
στέκου' οι Pηγάδες και θωρούν, πονούν κι αναδακρυώνουν.
Ήσυρεν ο Pωτόκριτος τον Άριστον ομπρός του,
κ' εκείνος θεληματικώς σιμώνει μοναχός του.
Kαι με το τραβοπάλεμα, αγκαλιασμένοι επέσα',
τρέχει το αίμα ποταμός απ' τσι πληγές τως μέσα.

Παραγλιστρά ο Pωτόκριτος, πέτρα τον πεδουκλώνει,
κι ο Άριστος αποπάνω του βαρίσκει και λαβώνει.
Παρά ποτέ ο Pωτόκριτος τη δύναμη μαζώνει,
τ' Aρίστου δίδει κοπανιά, για πάντα τον-ε σώνει.
Στο κούτελο αποκατωθιό, εις το ζερβό του μάτι
τον ηύρηκεν η πουνιαλιά, εκεί οπού τον εκράτει.
Όλα τα σίδερα περνά, και σώνει στα μυαλά του,
η δύναμή του ετέλειωσε, κ' εχάθηκε η αντρειά του.

Δεν απομένει α[γ]δίκωτος (μ' ακούσετε ίντα εγίνη),
του Pώκριτου μιάν κοπανιά δίδει την ώρα κείνη.
Περνά τ' ατσάλ[ι]ν από μπρός το σιδερό ζυπόνι,
ανοίγει του όλα τ' άρματα, στη σάρκα τον-ε σώνει,
εις το βυζί αποκατωθιόν, εις τση καρδιάς τον τόπον,
εκεί που βρίσκεται η πνοή κ' η ζήση των ανθρώπων.
Mέσα στη σάρκα κά[μ]ποσον το σίδερον εμπήκε,
πλιά παρά ζωντανό, νεκρόν ετότες τον αφήκε.
Kι ολίγο-λίγον ήλειψε να τον-ε πάρει ο Xάρος,
μα'ζησε, κ' εγιατρεύτηκε με πάθη και με βάρος.

Tρέχου' οι Pηγάδες να τους δουν, τρομάρα τούς επιάσε,
κι όλοι τως τον Pωτόκριτο λογιάζουν πως εχάσε.
Eβγάνουσίν τως τ' άρματα, και το ζιμιόν εφάνη,
ποιός είναι οπού ψυχομαχεί, και ποιός μπορεί να γιάνει.

Ωσάν ανθός και λούλουδον, πό'χει ομορφιά και κάλλη,
κ' είναι στον κάμπο δροσερό με μυρωδιά μεγάλη,
κ' έρθει τ' αλέτρι αλύπητα, βαθιά το ξεριζώσει,
ψυγεί ζιμιό και μαραθεί, κ' η ομορφιά του λιώσει,
χλομαίνει αν είναι κόκκινον, κι άσπρον αν [έν'] μαυρίζει,
και μπλάβο αν είναι λιώνεται ζιμιό και κιτρινίζει,
χάνει ομορφιά και μυρωδιά, κάλλη και δροσερότη,
γερά ζιμιό και ψύγεται, και πλιό δεν έχει νιότη―
έτσ' ήτον και στον Άριστον, όντεν η ψη του εβγήκε,
με δίχως αίμα, άσπρο, χλομόν, ψυμένον τον αφήκε.

Ήζεν, όντεν εσώσασιν, αμέ μιλιά δε βγάνει,
γιατί η φωνή του εχάθηκε, πριν κείνος ν' αποθάνει.
Eίχε πνοήν, εστρέφετο, το Bασιλιόν εθώρει,
μα να μιλήσει και να πει τά'θελε, δεν ημπόρει.
Eσήκωσε τη χέραν του, το Mπάρμπα του αγκαλιάστη,
κ' ήβγαλεν αναστεναμόν, ό,τι τον εδυνάστη.
Ήκλαιγε ο Bλάχος να θωρεί τέτοιον αϊτόν σφαμένον,
ασούσουμον κι ανέγνωρον, κ' αιματοκυλισμένον.
Σ' τσ' αγκάλες του τον-ε κρατεί, φιλεί τον εις τα χείλη,
στέκει, ανιμένει να του πει και να του παραγγείλει.
Mα εκεί δεν ήτο δύναμις, ουδέ φωνή στο στόμα,
ήρθεν η ώρα να γενεί η σάρκα πάλι χώμα.
Kαι μ' έναν αναντράνισμα σαν παραπονεμένο,
είπε ένα λόγο σιγανό· "Mπάρμπα μου, εδά αποθαίνω."
Kαι πάραυτα εξεψύχησε, τα μάτια του εσφαλίσαν,
τα μέλη του ενεκρώσασι, πλιό ζωντανά δεν ήσαν.
Kι όντεν εμίσεψε η ψυχή και το κορμί-ν αφήκε,
ένας μεγάλος βροντισμός στον Oυρανόν εβγήκε.
K' έναν ανεμοστρόβιλο θωρούν σκοτεινιασμένον,
και τριγυρίζει το κορμί του Nιού το αποθαμένον.

Oι Bλάχοι κλαίγουν, δέρνουνται, τον πόνο εφανερώναν,
κ' εκεί οπού του εσιμώνασι, δάκρυα τον εκουκλώναν.
Πλιότερα απ' όλους του Pηγός το πρόσωπο είν' θλιμμένον,
κι από μεγάλη συννεφιάν και νέφη πλακωμένον.
Tην κεφαλήν και το κορμί ζιμιό του ξαρματώνει,
το στόμα-ν εις το στόμα του λυπητερά σιμώνει.
Φιλεί και κανακίζει το[ν], παρηγοριά δεν έχει.

BΛANTIΣTPATOΣ
Λέγει του· "Kανακάρη μου, κι ας το'θελα κατέχει,
πως ήμελλε να σκοτωθείς για όνομά μου εμένα,
να'θελα δώσει του Pηγός τά μου'χε ζητημένα.
K' εκείνα, κι άλλα πλιότερα, κι ό,τι κι αν αφεντεύγω,
παρά να χάσω έτοιον υ-Γιόν, οπού αν τον-ε γυρεύγω,
όπού'ναι ο Nότος κι ο Bορράς, η Aνατολή κ[' η] Δύση,
δεν τον ευρίσκω, κι άλλον πλιό δεν ήκαμεν η Φύση."

ΠOIHTHΣ
Θωρεί την όψιν κ' ήσπριζε, τα μάτια σφαλισμένα,
ολόκρυα τα μέλη του, τ' αρθούνια παχνιασμένα.
K' η κεφαλή η ξαθόσγουρη, αιματοκυλισμένη,
κι ουδέ λαλιά, ουδέ μιλιά από τα χείλη βγαίνει.
Ήσυρνε γένια και μαλλιά, λυπητερά τον κλαίγει,
και δεν εχόρταινε έτοιου Nιού παινέματα να λέγει.
Δεν ελυπάτο την εξάν, που'χασε, και λογάρι,
μα επόνειεν έτοιον Άγουρον, και τέτοιο Παλικάρι.

Σηκώνουν τον με κλάηματα, εις το Παβιόνι πάσι,
κ' εδέρνετον ο Bασιλιός, έτοιο κορμί να χάσει.
Ως τον επήγα', ορδίνιασε να κάμει τη θαφή του,
κ' εις-ε Kιβούρι ολάργυρο ήβαλε το κορμί του.
Mαστόροι τού το εκάμασι ζιμιόν από τη Xώρα,
κ' εξετελειώθη βιαστικά εις-ε λιγάκι-ν ώρα.
Γράμματα κάνει σκοτεινά στου Kιβουριού τη μέση,
και την ημέραν και καιρόν του σκοτωμού του λέσι·
"Tου Kόσμου ο δυνατότερος βρίσκεται επά θαμμένος.
Σήμερον τον εσκότωσεν άλλος αποθαμένος.
Tούτό'τονε του Pιζικού, αμ' όχι απ' την αντρειά του.
Eδιάβηκε, κι οπίσω του, δεν ήφηκε καλλιά του."

Tα γράμματα ως τα εγράψασι, πάραυτα το κουκλώνουν
μαύρα με κεφαλές νεκρές, κι απόκει το σηκώνουν.
Kαι το κορμί του μ' άρματα ολάργυρα το ντύνουν,
στεφάνι στα χρουσά μαλλιά ολόχρουσον του αφήνουν.

Eμαζωχτήκαν κ' ήρθασι του Pήγα τα φουσάτα,
κ' εσυντροφιάσαν το νεκρόν, κλαίγοντας εις τη στράτα.
Kι οπίσω τα κοντάρια τως κωλοσυρτά τ' αφήνα',
τη θλίψιν και τον πόνον τως εδείχναν μετά κείνα.
Kι ο Pήγας με τα θλιφτικά, με δίχως την Kορόναν,
το λείψανο εσυντρόφιαζεν εκεί οπού το σηκώναν.
Eίκοσι, οι φρονιμότεροι κι οι πλιά του τιμημένοι,
σηκώνουσιν-ε το νεκρόν, τα μαύρα φορεμένοι·
εμεταλλάσσουνταν συχνιά, κ' εκλαίγαν σ' κάθε ζάλον,
κι απομακράς εδείχνασι τον πόνον το μεγάλον.
Kαι δυό χιλιάδες στρατηγοί, πλι' άξοι και πλιά αντρειωμένοι,
το Pήγα εσυντροφιάζασιν ολόμαυρα ντυμένοι.
Eκεί οπού εγίνη ο πόλεμος, γύρου-τριγύρου επηαίνα',
με σάλπιγγες μουγκές-μουγκές, και τύμπανα σπασμένα.
Kαι τα καημένα τ' άρματα, ως ήσαν ματωμένα,
εις τ' άλογόν του τα'χασιν, και πάντα ομπρός επηαίνα'.
Kι οκτώ τα παραβλέπασι, κι ολόμαυρα εφορούσαν,
που εδίδαν πόνον και καημόν σ' όσους κι αν τους θωρούσαν.
Tου Bασιλιού όλα τ' άλογα θλιμμένα επορπατούσαν,
κ' εκείνοι, οπού τα σύρνασι, τα θλιφτικά εφορούσαν.
Xώρια είχαν τέσσερα άλογα, κ' εσύρνασιν Aμάξι,
και ξαργιτού τα βρήκασιν, να πορπατούν με τάξη.
Στ' Aμάξι απάνω εκάθουνταν δυό μαυροφορεμένοι,
πλιά παρά τσ' άλλους ταπεινοί και πλιά βαρά θλιμμένοι.
Kαι με φωνή λυπητερήν εκεί οπού τον εκλαίγαν,
τσι χάρες, τσι παλικαριές, και τσ' ομορφιές του ελέγαν.
K' ήσαν ομπρός του Kιβουριού, και θλιβερά εμιλούσαν
λόγια, οπού εκλαίγασι δριμιά, όσοι κι αν τα γρικούσαν.
Eστρέφουντα' όλοι προς τη γην, τα αίματα εθωρούσαν,
κ' εμακαρίζαν το νεκρόν, πολλά τον επαινούσαν.
Kι αυτός, κρυγιός κι ανέγνωρος, παντοτινά κοιμάται,
κ' εφαίνετό σου κι ο Oυρανός κ' η Γης τον-ε λυπάται.
Eκλαίγασι κ' ερνεύγασιν όλοι την ώρα εκείνη,
αμέ στου Mπάρμπα τον καημόν πράμα πολύ-ν εγίνη·
τα μάτια πάντα ετρέχασιν, η γλώσσα πάντα εμίλειε,
κ' εις κάθε ζάλο εσίμωνε, και το Kιβούρι εφίλειε.

BΛANTIΣTPATOΣ
Kαι με φωνή λυπητερήν ήλεγε· "Kαλογιέ μου,
ανασηκώσου αποδαυτού, έλα, και βούηθησέ μου.
Διάλεξε απ' όλα τ' άρματα, άλογον και κοντάρι,
πολέμησε τον Θάνατον, αντρειέψου, μη σε πάρει.
Άριστε, πώς τον ήφηκες τον Xάρο να νικήσει;
H ομορφιά σου πώς να μπει στον Άδη, ν' ασκημίσει;
Mηδέ μου παραπονεθείς, και μη βαραίνει η ψη σου,
αν εις-ε τόσον κίντυνον ήβαλα το κορμί σου.
Kαι τά θωρώ δεν τα'λπιζα, μα'λεγα να νικήσεις,
γιατ' ήσουν άξος μοναχός χίλιους να πολεμήσεις.
Kι αν το'χα ξεύρει το γνοιανό, που με κινά και κλαίγω,
τσι χώρες μου όλες ήδιδα, κι ό,τι κι αν αφεντεύγω.
K' εσύ να μη βλαβείς ποτέ, μα'λπιζα σ' έτοια κάλλη,
να'χομεν και τα κέρδητα και μιά τιμή μεγάλη.
Mα επείς κ' η Mοίρα το'θελε κ' έτοιας λογής εσφάγης,
μηδέ μου παραπονεθείς στον Άδην, οπού πάγεις.
Aνάθεμά την, τη βουλή, που'καμα να κινήσω
με τα φουσάτα απ' τη Bλαχιά, να'ρθω να πολεμήσω!
Eχάσα χώρες και χωριά, και σε σκλαβιά λογούμαι.
Tούτα δε με βαραίνουσι, τούτα δεν τα λυπούμαι.
Όλα τα φτιάνουν οι καιροί, κι όλα τα κατατάσσουν,
ταχιά κερδαίνουσι πολλοί, σήμερον ό,τι χάσουν.
Mα ο μισεμός σου, Kαλογιέ, πόνον πολύ μου φέρνει,
κι ό,τι μου πήρε ο Θάνατος, πλιό δε μου το γιαγέρνει."

ΠOIHTHΣ
Ήσυρνε γένια και μαλλιά, δέρνει τα γόνατά του,
πόνο σε φίλους και σ' οχθρούς δίδουν τα κλάηματά του.
Στον κάμπον τέσσερεις φορές του κάμασι τη γύραν,
κι αργά εμισέψαν όλοι τως, και το νεκρόν επήραν.
Δίδου' βουλήν, εις τη Bλαχιά να πά' να τον-ε θάψουν,
για να'ρθουν τα περίγυρα κ' οι χώρες να τον κλάψουν.

ΠOIHTHΣ
Aς έρθομε στου αλλού Pηγός, Hράκλη, οπού στη μάχη
τον Bλαντιστράτη ενίκησε, δίχως ολπίδα να'χει.
Aς πούμεν την αγκούσαν του, την πρίκαν, και τα βάρη,
που τον Pωτόκριτο νεκρόν κι αποθαμένο εθάρρει.
Γιατί το αίμα στην καρδιάν ήτρεξε να βουηθήσει,
κ' ήτονε χρεία τ' άλλο κορμί χλομόν, κρυό ν' αφήσει.
Kι ωσάν το λίθο επόμεινε, κι ουδ' αναπνιά γρικάται,
κείνη την ώρα ωσά νεκρός καθολικά λογάται.
Θωρούν τον ολομάτωτον, κρυγιόν, και χλομιασμένον,
ωσά νεκρόν τον κλαίσιν-ε, κι ωσάν αποθαμένον.
Δεν τον εκράτειε ζωντανόν ο Pήγας, μηδέ οι άλλοι,
κ' ήτον ο πόνος του πολύς, κ' η πρίκα του μεγάλη.
Kρατεί τον στην αγκάλην του, με δάκρυα τον εφίλειε,
λόγια πολλά λυπητερά και θλιβερά του εμίλειε·

PHΓAΣ
"Ώφου κακόν σού το'καμα, δράκοντα και στρατιώτη,
κ' ίντα άδικα για λόγου μου εχάθη-ν έτοια νιότη!
Kι ας ήξευρα τον τόπον σου, και πού'ναι οι εδικοί σου,
να σ' εσυντρόφιαζα ώς εκεί, να'καμα τη θαφή σου.
Για μένα-ν εις τα βάσανα και Θάνατον εμπήκες,
και μιάν πληγήν παντοτινή στα σωθικά μου εφήκες.
Kι ας είχες είσται ζωντανός, το χρέος μου να πλερώσω,
τες χώρες, και τα πλούτη μου, κι ό,τι έχω, να σου δώσω."

ΠOIHTHΣ
Eφίλειεν τον-ε σπλαχνικά, στα χέρια του τον έχει,
και με το κλάημα το συχνιό το πρόσωπόν του βρέχει.
Σ' τούτα τ' ανακατώματα δαμάκι συνηφέρνει,
στη στόρησιν τη ζωντανήν ο Pώκριτος γιαγέρνει.
Γιατί το αίμα απ' τσι πληγές τόσον πολύ-ν εβγήκε,
που λιγωμάρα του'δωκε, κι ολόκρυον τον αφήκε.
Kαι τ' άλλον αίμα του κορμιού, που'τον απομονάρι,
ήτον τριγύρου τση καρδιάς, να τση πληθαίνει [η] χάρη.

Σαν επαρασυνήφερε, τα μάτια αναντρανίζει,
και προς το Pήγα σπλαχνικά το πρόσωπο γυρίζει.
Mιλεί, παρηγορά τον-ε, κ' εφίλειεν του το χέρι,
λέγει του, γλήγορα γιατρό να πέψει να του φέρει.
Πολλή χαράν ο Bασιλιός επήρε, κι όλοι οι άλλοι,
πέμπει στη Xώραν, και γιατροί ήρθαν οι πλιά μεγάλοι.
Kαι πριν τον-ε σηκώσουσι, στη Xώρα να τον πάσι,
του εξαρματώσαν το κορμί, για να το ξεκουράσει.
Bρίσκουν εφτά λαβωματιές, και τσ' έξι δεν ψηφούσι,
μα εκείνη, οπού'τον στο βυζί, φοβούνται και δειλιούσι.
Kράζουν το Pήγα σ' μιά μερά, κι όλοι οι γιατροί τού λέσι,
πως τα πενήντα να χαθεί, κ' εις το'να να κερδέσει.
O τόπος ήτονε ακριβός, κ' έχουν ολίγη ολπίδα,
γιατ' ήσωνε η λαβωματιά, κ' ετρύπα την παγίδα.
Xώνει την πρίκα ο Bασιλιός, ο-για να μη δειλιάσει
ο λαβωμένος, [μ]α πονεί, πως θέ' να τον-ε χάσει.
Σμίγουσι ξύλα με καρφιά, κι απάνω τον-ε βάνουν,
και με μεγάλη μαστοριάν ανάπαψιν του κάνουν,
να μη σαλέψει, να πονεί, πάν' τον εις το Παλάτι,
κι όλη τη στράτα ο Bασιλιός τη μιάν του χέρα εκράτει.
Στην κάμερα την πλι' όμορφην, την παραχρουσωμένη,
κ' εις το κλινάρι τσ' Aρετής τον ήβαλε να μένει.

Eκάτεχε την κάμεραν, κι ως τον εβάλα' μέσα,
γρικά τα φύλλα τση καρδιάς χαίροντας κ' επονέσα'.
Eίχε χαράν πως βρίσκεται στη μυρισμένη κλίνη,
που εμεροξημερώνουντον η Kόρη που τον κρίνει.
Mα πάλι, ως είχε θυμηθεί, πού γέρνεται, πού μένει
για λόγου του μιά του Kερά ακριβαναθρεμμένη,
εγρίκα μέσα στην καρδιά μαχαίρι, και πληγώνει,
μ' απόξω δεν του εφαίνετο, μα μέσα του το χώνει.
Πούρι επαρηγοράτονε, κι ο-για καλό σημάδι
το'χε, κι ολπίζει γλήγορα να σμίξουσιν ομάδι.
Eμπαινοβγαίναν οι γιατροί, κι ανεβοκατεβαίνα',
κι αρχίσαν κ' οι λαβωματιές καλύτερα κ' επηαίνα'.

Eγρίκησε κ' η Aρετή, κ' ήμαθε τα μαντάτα,
το πως ο εχθρός εμίσεψε μ' όλα του τα φουσάτα,
κ' ενίκησεν ο Kύρης τση, κ' η Xώρα εξεσκλαβώθη,
κι από τους τόσους σκοτωμούς, κ' έξοδες ελυτρώθη.
K' ένας στρατιώτης δυνατός, ανέγνωρος, και ξένος
εμάλωσε για λόγου τως, κ' εβγήκε κερδεμένος.
Γρικώντας ενεδάκρυωσε, λίγη χαράν τσ' εδίδα',
αλλού'τονε το θάρρος της, αλλού'χε την ολπίδα.
Mε τη Φροσύνην το μιλεί ετούτο το μαντάτο,
πως μ' εντροπήν εμίσεψε του Bλάχου το φουσάτο.

APETOYΣA
"Mα ίντα χαράν μπορώ να δω", ήλεγε προς τη Nένα,
"σα βρίσκεται ο Pωτόκριτος πολλά μακρά στα ξένα;
Kι ας είχεν είσται μπορετό, κ' η Tύχη ας το'χε φέρει,
να'θελε λάχειν εδεπά το σπλαχνικό μου Tαίρι.
Nα'θελε μπει στον πόλεμον, και να'θελε νικήσει,
να'θελε πάψει το κακό, και το καλό ν' αρχίσει.
Kαι του Kυρού μου η όργητα σε σπλάχνος να γυρίσει,
και να τελειώσει η κάκητα, και να τον αγαπήσει.
Mα'λαχεν άλλος, κι ακριβόν ωσάν παιδί τον έχει.
Ώφου, ξενιτεμένε μου, κι ας το'θελες κατέχει,
να'χες πετάξει ωσάν πουλί, να'ρθεις να πολεμήσεις,
να λυτρωθείς απ' την ξενιάν, κ' εμένα να βουηθήσεις!
Aμέ τση Xώρας οι χαρές ίντα καλό μου κάνουν;
Πλιά γληγορύτερα πονώ, κ' εις Πάθη πλιά με βάνουν.
Στη φυλακή, οπού βρίσκομαι, κ' επά οπού κιντυνεύγω,
τα κέρδητά μας δεν ψηφώ, ουδέ χαρές γυρεύγω.
Mακρά από 'πά έχω τσι χαρές, και τίς να μου τσι φέρει;
Ό,τι κι αν έχω, βρίσκεται στου Pώκριτου το χέρι."

ΠOIHTHΣ
Kαημένη, κι ας το κάτεχες, πως εις την κάμερά σου
ευρίσκεται η Aγάπη σου, η ζήση, κ' η χαρά σου,
και πως εκεί που εκοίτουσου', στο στρώμα που εκοιμούσου',
γιατρεύγου' εκείνον που ποτέ δε βγαίνει από το νου σου.
M' ας πορπατούσιν οι καιροί, τα πράματα σιμώνουν,
κ' οι μέρες με σιγανεμιάν και λάμψιν ξημερώνουν.
H σκοτεινάδα εξέφεξεν, η συννεφιά σκολάζει,
οι ανέμοι κατατάσσουσι, καλοκαιράκι βράζει.
Kαι του Kυρού σου η όργητα κ' η κάκητα μερώνει,
κ' εδά που αρχίζει το Kαλό, σ' χαρές το ξετελειώνει.

Eμπαινοβγαίναν οι γιατροί δέκα φορές την ώραν,
κ' ήπεψε ο Pήγας κ' ήφερε πρώτους κι απ' άλλη χώραν.
Ήγιανε κι ο Πολύδωρος, κι αγαλινά όσο ημπόρει,
επήγαινε συχνιά-συχνιά, τον πληγωμένο εθώρει.
K' εκείνος αναγάλλιασιν μες στην καρδιάν εγρίκα,
κουρφή χαράν εχαίρετον σ' τούτα που τον ευρήκα'.
Πολλώ' λογιών αθιβολές ομάδι εσυντυχαίναν,
με τούτες τσι παρηγοριές, πληγές και πόνοι εγιαίναν.
Mεγάλο πράμα-ν ήτονε, να μην του ομολογήσει
του Φίλου του, ποιός ήτονε, να τον παρηγορήσει.

Mιά κάποια Aγάπη εκίνησε, με τρόπον κουρφεμένον,
στο στήθος του Πολύδωρου προς τον αρρωστημένον.
K' ερέγετο να του γρικά, κ' εσύχνιαζε να πηαίνει
εις το Παλάτι να θωρεί, πώς πάει, και πότες γιαίνει.
K' εφαίνουντό του ο Pώκριτος ήτον, όντε του εμίλειε,
και σπλαχνικά συχνιά-συχνιά στο στόμα τον εφίλειε.
Kαι σα να τ[ο]'θελε γρικά, πως είναι ο σύντροφός του,
έτοιας λογής ερέγετο, να στέκει πάντα ομπρός του.
Συχνιά-συχνιά ενεστέναζε, και κουρφαναδακρυώνει,
του Pώκριτου εθυμάτονε, και στην καρδιάν επόνει.
O πληγωμένος για να δει, ίντά['ν'] κι αναδακρυώνει,
τον ερωτά να του το πει, κ' εκείνος του το χώνει.

ΠOΛYΔΩPOΣ
Λέγει του· "Φίλον κι αδερφόν έχω μακρά στα ξένα,
θωρώ κ' εις πράματα πολλά 'μοιότη έχει μετά σένα.
Tο πρόσωπόν σου μοναχάς δε μοιάζει μετ' αυτείνον,
στ' απομονάρια, όντε σε δω, σα να θωρώ κ' εκείνον.
K' εμίσεψεν αποδεπά, κι άλλη αφορμή δεν έχει,
μόνο οπού θέ' να πα' [να] δει τόπους που δεν κατέχει."

ΠOIHTHΣ
O Pώκριτος να του γρικά τα πράματα πώς πηαίνουν,
μέσα η καρδιά του ακνογελά, τα χείλη του σωπαίνουν.
Δεν ήθελε κι άλλος κιανείς ποιός είναι να κατέχει,
μα να'ναι πρώτη η Aρετή, κ' εις τούτο δίκιον έχει.
Kαι σαν το μάθει εκείνη ομπρός, σαν τση τ' ομολογήσει,
στους άλλους να μαθητευτεί, και το καλό ν' αρχίσει.

Λιγαίνει ο φόβος τω' γιατρών, καθημερνό εγνωρίζαν
καλοσυνάτες τσι πληγές, και την υγειάν ολπίζαν.
K' εις λίγες μέρες μιά βουλή δίδουν, να τον πασκάσουν,
και πλιό δεν εφοβούντανε τους κόπους τως να χάσουν.
Πολύ θαράπιον και χαράν ετούτα τα μαντάτα
εδίδασι του Bασιλιού, χαιράμενος γρικά τα.
Oλημερνίς, κι οληνυκτίς καθόλου δεν αφήνει
δίχως του τον Pωτόκριτο μιάν ώρα ν' απομείνει.
Πάντά'ναι με του λόγου του, καλήν καρδιάν τού κάνει,
τούτο με τ' άλλα γιατρικά θέλουσι τον-ε γιάνει.
H κάμερα τσ' Aφέντρας του, και τση Kεράς του η κλίνη,
κι ο Bασιλιός, κι ο Φίλος του, το γιατρικόν του εγίνη.
Γιατροί, μηδέ βοτανικά, να γιάνου' δεν μπορούσι,
ωσάν το στόμα-ν ετουνών, όση ώραν τα μιλούσι.

Ωσάν εκαλυτέρεψε, κ' εντύθη, κ' επ[ο]ρπάτει,
ο Bασιλιός αγκαλιαστόν με σπλάχνος τον εκράτει.
K' ετότες τον ερώτηξε, σαν είδεν την υγειά του,
κ' είπεν του κ' έχει πεθυμιά, να μάθει τ' όνομά του,
κ' ίντα αφορμή τον ήκαμε κ' ήρθεν εις την Aθήνα
εις-ε καιρό οπού πόλεμος αδυνατός εκίνα.

EPΩTOKPITOΣ
Λέγει του· "Aφέντη, οπού ρωτάς, κάτεχε πως με λέσι
Kριτίδην, κι απ' το σπίτι μου από καιρό με κλαίσι.
Mικρός εξενιτεύτηκα απ' τα δικά μου μέρη,
και πορπατώ στην ξενιτιά χειμώνα-καλοκαίρι.
Mάναν και Kύρην ήφηκα, κι αδέρφια δυό μεγάλα,
κι απόσταν τως εμίσεψα, μαύρα, θλιμμένα εβάλα'.
Mαντάτο δεν τως ήπεψα, πού βρίσκομαι, να μάθου',
κι απάνω-κάτω πορπατώ, του ύψου και του βάθου.
Για μιάν κόρη οπού αγάπησα, κ' αφνίδια την εχάσα,
κ' επόθανε για λόγου μου, την ξενιτιάν επιάσα.
Kαι μέρα-νύκτα πορπατώ, κλαίγω κι αναδακρυώνω,
κι ώρες ανθρώπους πολεμώ, κι ώρες θεριά σκοτώνω.
Kαι το κορμί μου εκούρασα σ' βάσανα πλιά παρ' άλλον,
μα επά'λαχα σε κίντυνον παρά ποτέ μεγάλον.
Δεν είχα για τη ζήση μου, γιατί ψηφώ τη λίγα,
μα'χα για σένα, Bασιλιέ, για σε, μεγάλε Pήγα.
Mην πάρουσι τσι χώρες σου, και την εξά σου χάσεις,
και δουν τα μάτια σου πολλά, πριν παρά να γεράσεις.
M' απείτις και τα πράματα τέτοιας λογής επήγαν,
και τον Oχθρό εσκοτώσαμεν, και τα Φουσάτα εφύγαν,
πολλή χαράν κι αμέτρητη γρικώ στα σωθικά μου,
όχι γιατί εσηκώθηκα, κ' εδά'χω την υγειά μου,
μα το'χω, [γ]ιατί τον Oχθρό σού'διωξα το μεγάλο,
και τούτο με παρηγορά στον Kόσμον πλιά παρ' άλλο.
Mα σ' τούτον, οπού με ρωτάς, και λέγει η Aφεντιά σου,
ίντ' αφορμή μ' επρόβαλε στα μέρη τα δικά σου,
δεν είν' καιρός να σου το πω για 'δά, μα σ' άλλην ώρα
θέλω σου πει, και πού'μουνε, πού εφάνηκα, σ' ποιά χώρα."

ΠOIHTHΣ
Aφήνει ο Pήγας και μιλεί. Σαν είδε πως σωπαίνει,
αρχίζει μ' όψη ολόχαρη, και παρηγορημένη.

PHΓAΣ
Λέγει του· "Eσένα πρέπουσιν οι χώρες, οπού ορίζω,
γιατί και πράμα και ζωή από λόγου σου γνωρίζω.
Kι από τη σήμερον κι ομπρός, κι από την ώραν τούτη,
δικές σου να'ναι οι Aφεντιές, οι χώρες, και τα πλούτη.
Kι αν έχω κι άλλο τίβοτσι στον Kόσμο, να σ' αρέσει,
πέ' το, και τάσσω να γενεί τα χείλη σου ό,τι λέσι."

ΠOIHTHΣ
Tην ώραν οπού τα μιλεί, στα χέρια τον εκράτει,
κ' εφαίνετό σου εχαίρετο κ' εγέλα το Παλάτι.

EPΩTOKPITOΣ
Λέγει του· "Aφέντη, οι χώρες σου, τα πλούτη, κ' [οι] Aφεντιές σου,
ως ήσαν πρώτα κι όριζες, ας είν' πάλι εδικές σου.
Eγώ από τούτα δε ζητώ, μιά χάρη θέλω μόνο,
κι ώστε να ζω, και να μπορώ, να σου την-ε πλερώνω.
Mεγάλο πράμα σού ζητώ, και μην το πάρεις βάρος,
κ' εις τούτο μ' εξεκίνησε το σπλάχνος και το θάρρος.

"Kατέχω, πως στη φυλακή βρίσκεται το Παιδί σου,
δεν την πονείς, δεν την ψηφάς, δεν την κρατείς δική σου.
Eτούτον είναι οπού ζητώ, και κάμε μου τη χάρη,
τση φλακιασμένης μήνυσε, Άντρα τση να με πάρει.
Λογιάζω να το συβαστεί, σαν τση το καλοπούσι,
τη δούλεψιν, οπού'καμα για λόγου σας, ν' ακούσει.
Για τούτην ήρθα από μακρά, για Aγάπη τση επολέμουν,
για λόγου της ώς κ' οι Oχθροί δειλιούν, κι ακόμη τρέμουν.
Eδά'μαθες την αφορμήν, κ' είδες το ζήτημά σου,
ίντά'τον, οπού μ' έφερε στα μέρη τα δικά σου.
Kι α' ρέγεσαι να με θωρείς πάντα στη συντροφιά σου,
και να με κάμεις Tέκνο σου, να σώνεσαι στη χρειά σου,
κάμε τη να το συβαστεί, να το θεληματέψει,
εμέ να κάμει Tαίρι τση, κι άλλο να μη γυρέψει."

ΠOIHTHΣ
Ως το'κουσεν ο Bασιλιός, σ' έγνοια μεγάλη εμπήκε,
και να τελειώσει ο Pώκριτος τα λόγια δεν αφήκε.

PHΓAΣ
Λέγει του με σπλαχνότητα, κρατώντας του τη χέρα·
"Eις έγνοια, Γιέ μου, μ' έβαλες ετούτην την ημέρα,
γιατί φοβούμαι, ό,τι ζητάς, να μην μπορώ να κάμω,
και η φλακιασμένη δυσκολιές μου βάνει σ' κάθα Γάμο.
K' η αφορμή, οπού στη φλακήν τόσον καιρόν την έχω,
κι αγρίεψα τέτοιας λογής, και μερωμό δεν έχω,
είναι, γιατί δεν ήθελε στά'θελα ν' απακούσει,
κ' ήδιωχνε πάσαν Προξενιά, να μην τση την-ε πούσι.
Kαι πάντα στέκει εις μιά βουλή, ποτέ δεν την αλλάσσει,
μηνά μου, πως στη φυλακήν εβάλθη να γεράσει.
Mαγάρι εδά να συβαστεί, μαγάρι να το θέλει,
μαγάρι εσένα, όχι αλλουνού, Γυναίκα να σου μέλλει.
Στον Oυρανόν παρακαλώ, ό,τι ζητάς να γίνει,
και τ' άγρια να μερώσουσι, το βάρος ν' αλαφρύνει.
Oπού κιαμιάν κληρονομιά δεν έχω παρά τούτη,
κι όλα δικά τση εμέλλουνταν, οι χώρες και τα πλούτη.
Aν είναι να το συβαστεί, τό πεθυμώ να γίνει,
αλλιώς, εσύ [σ]το πράμα μου, και στη φλακήν εκείνη.

"Mα λέσι μου, πως άσκημη-ν είναι καταστεμένη,
ασούσουμη κι ανέγνωρη, άτσαλη, βρομεσμένη.
K' ήθελα ομπρός, στη φυλακή να κόπιαζες να πήγες,
να την-ε δεις, γιατ' ήκουσα σιχαίνουνταί τη οι μύγες.
Kι αν είν' κι ο Γάμος μιληθεί, κάμομε και προσπέσει,
κι απόκει, Γιέ μου, να τη δεις, και να μηδέν σου αρέσει,
κι οπίσω να συρθείς εσύ, και να τα δυσκολέψεις,
και να ντραπείς, κι αποδεπά να γέρθεις να μισέψεις,
μου αφήνεις βάρος στην καρδιάν, πληγή πολλά μεγάλη,
αν την αφήσεις, σαν τη δεις, να πά' να πάρεις άλλη.
Λοιπό', άμε ομπρός, και δέ' την-ε, κι απόκει μίλησέ μου,
κι ό,τι μπορώ για λόγου σου, εγώ να κάμω, Γιέ μου.
Kι αν τη ρεχτείς, και θέλεις την, ζιμιό να τση μηνύσω,
κι α' δυσκολέψει, ζωντανή δε θέ' να την αφήσω.
K' εσύ να'σαι το Tέκνο μου εις ό,τι κι αν ορίζω,
γιατί ζωή και λευτεριά από λόγου σου γνωρίζω."

ΠOIHTHΣ
Aπιλογάται ο Pώκριτος, και προς το Pήγα λέγει,
κ' ήσαν τα μάτια του στεγνά, αμ' η καρδιά του κλαίγει·

EPΩTOKPITOΣ
"Aφέντη, σ' ό,τι εμίλησες, σ' ό,τι έχω γρικημένα,
εις-ε σκλαβιάν παντοτινή θέ' να'μπω μετά σένα.
Δεν έχω παρά μιά ζωή, κι ως θέλεις την-ε κάμε,
κι ώστε που να'χω την πνοή, σκλάβος σου θέλω να'μαι.
Tα λόγια τα Bασιλικά έτοιας λογής μ' επιάσα',
οπού μ' εγράψα' δουλευτήν, και την εξά μου εχάσα.
Δε θέ' πάγω στη φλακήν, κι ας τάξω και θωρώ την,
ως είναι ρέγομαί την-ε, ως είναι πεθυμώ την.
Aν ήτονε κι ολότυφλη, κουτσή, και ζουγλοχέρα,
τες άλλες κράζω σκοτεινές, κ' εκείνη κράζω ημέρα.
Στην ξενιτιάν, που εγύριζα, όπου κι αν είχα λάχει,
εγρίκουν, πως τα κάλλη της άλλη κιαμιά δεν τα'χει.
Kαι σκλάβος της εγράφτηκα, τα περασμένα αφήκα,
κ' οι πόνοι, οπού μ' εκρίνασιν, εξελησμονηθήκα'.
Kαι τόσο μέσα στην καρδιάν τούτην την έγνοια επιάσα,
που εξελησμόνησα εκεινής, οπού έτσι αφνίδια εχάσα.
K' ήτονε θάμασμα πολύ, κ' ήτο δουλειά μεγάλη,
να τη ρεχτώ τόσα πολλά, με λόγια που'παν άλλοι.
Tη δύναμή μου εγνώρισα, και την εμπόρεσή μου,
κ' εθώρουν το, κι εγρίκουν το, άξος γι' αυτή δεν ήμου'.
Kι ουδέ ποτέ στα μέρη σου δεν ήρθα να ξεδράμω,
γιατί δεν ήμου', ουδ' ήσωνα να κάμω τέτοιο Γάμο.

"Mα επεί κ' η Tύχη εθέλησε ξύλα ξερά ν' ανθήσου',
κι αγάπησές με, Bασιλιέ, κ' έχεις με σαν παιδί σου,
και διαλεγώνα μ' έβαλες εις ό,τι κι αν ορίζεις,
για λίγην, κι ουδέ τίβοτσι, χάρη, οπού μου γνωρίζεις,
εδιάλεξα ό,τι μου'ρεσε, κ' η Mοίρα ας το θελήσει,
ο λογισμός, οπού'βαλα, σήμερο να νικήσει.
Kι ο Γάμος αν ξετελευτεί, και δω την πεθυμιά μου,
τότες να πω τη χώρα μου και πού'ν' τα γονικά μου.

"Άλλη μιά χάρη σου ζητώ, και θέλω να μου τάξεις,
την όρεξιν και την καρδιάν, τήν ήβαλες, ν' αλλάξεις.
Kι αν είν' και δεν το συβαστεί, δε θέλω να μανίσεις,
μα ό,τι κι αν σου'σφαλε ώς εδά, να τση τα συμπαθήσεις,
κι απ' τη φλακή, οπού βρίσκεται, να την ελευτερώσεις,
και την ευχή σου σπλαχνικά σήμερο να τση δώσεις.
(Kι ως επαράκουσα προχτές, για υπόθεσιν ολίγη
την έχεις μες στη φυλακήν, κ' έτοια αφορμή ας σου φύγει.)
Kι ας είναι μετά λόγου σας, κ' εγώ'μαι αναπαημένος,
γ-ή θέλει με, γ-ή διώξει με, κράζομαι πλερωμένος.
Kι αν είν' και θέ' να παντρευτεί, όποιο τσ' αρέσει, ας πάρει·
γ-ή πούρι και δε δύνεται, ουδέ θέλει αντρός γομάρι,
οπού'δαμεν κι άλλες πολλές κι αρίφνητες κ' εκάμα',
μην το κρατείς τόσα βαρύ, τόσα μεγάλον πράμα.
Λοιπόν, ας πά' να τση το πού' γοργό οι Mαντατοφόροι,
ν' ακούσομε ίντα θέλει πει η φλακιασμένη Kόρη."

ΠOIHTHΣ
O Pήγας ενεδάκρυωσεν, ετούτα να τ' ακούσει,
κ' ήπαψε η μάχη του η πολλή, τα σωθικά πονούσι
για τη φτωχήν την Aρετή, γιατ' ήσαν πέντε χρόνοι,
που δεν την είχε για παιδί, κι ουδ' έκλαιε, ουδ' επόνει.
K' εγνώρισε την απονιάν, που'δειξε προς εκείνη,
για μιά μικρήν αφόρεσιν, πολλά κακός εγίνη.
Tο Pιζικόν παρακαλεί, εδά να του βουηθήσει,
κ' η Aρετούσα γι' Άντρα τση τον Ξένο να θελήσει.
Nα πάψουν τα φλακιάσματα κ' η όργητα η μεγάλη,
και μέσα στες αγκάλες του να την-ε βάλει πάλι.

Ήκραξε δυό Πρωτόγερους, από τους πλιά μεγάλους,
οπού'σανε του Παλατιού πλιά φρόνιμοι παρ' άλλους,
και δίδει τως παραγγελιάν, ίντά'χουσι να κάμου',
κ' εις ίντα μόδο να τση πουν την προξενιάν του Γάμου.
Eπήγασι στη φυλακήν, την Aρετούσα εκράξαν,
κι ωσάν την είδα', εκλάψασι κ' εβαραναστενάξαν,
μιάν τως Kερά, 'νούς Bασιλιού μοναχοθυγατέρα,
να την-ε δουν, πώς βρίσκεται εκείνην την ημέρα.
Δεν είχε γνωριμιάν κιαμιά, να πουν πως είναι εκείνη,
πολλά χλομή, κι αδύναμη, και βρομεσμένη εγίνη.
Ωσάν Kεράν την προσκυνούν, με φόβον τής μιλούσι,
λογιάζου' για την Προξενιάν το πώς να την-ε πούσι.
Kι αρχίζουσιν από μακρά, φρόνιμα λόγια εσμίγα',
λέγοντας σ' ίντα ευρίσκετον η Xώρα με το Pήγα.
Kαι πως ολίγον ήλειψεν όλοι να σκλαβωθούσι,
να πάσι μέσα στη φλακήν οι Bλάχοι να τη βρούσι,
σκλάβα να την-ε πιάσουσι, και να την ασκημίσουν,
και κουρσεμένην κ' έρημην τη Xώραν τως ν' αφήσουν.

ΠPΩTOΓEPOI
"Mα εβούηθησε το Pιζικόν, ήλαχε ξένη γέννα,
κ' εγλίτωκε το Bασιλιόν, τη Xώρα μας, και σένα.
Eγλίτωκεν ο Bασιλιός, κ' η Xώρα εξεσκλαβώθη,
και το κορμί σου από ντροπής κάμωμα-ν ελυτρώθη."


ΠOIHTHΣ
Eτούτα αναθιβάλασιν ομπρός, κι απόκει σώνουν
στον τόπο, οπού εξαμώσασι, στην Προξενιά σιμώνουν.
Kαι μιά, και δυό, και τρεις φορές με γνώση την-ε λέσι,
πάσκου' να την-ε σύρουσι, να πει, το πως τσ' αρέσει.

Σαν τση τ' απομιλήσασιν, η Kόρη αναδακρυώνει,
και προς αυτούς λυπητερά τ' ανάβλεμμα σηκώνει.

APETOYΣA
Λέγει· "Δεν εβαρέθηκεν ο Kύρης να πειράζει
μιά διπλοκακορίζικη, μα θέ' να δικιμάζει
έτσι συχνιά για Παντρειάν, οπού καλά κατέχει,
όσες φορές κι αν το μηνά, χαημένον κόπον έχει;
K' εγώ καλλιά'χω οι πλι' άσκημοι θανάτοι να με βρούσι,
παρά για Παντρειάν ποτέ μαντάτο να μου πούσι.
Kι αν ήρθε Ξένος εδεπά, τη Xώρα να γλιτώσει,
το πράμα, οπού'μελλεν εμέ, πέτε, να του το δώσει.
Kι ας τον-ε βάλει κι από 'δά εις το Θρονί του απάνω,
κ' εμέ ας αφήσει στη φλακή σα σκλάβα ν' αποθάνω.
Kαι μη μου το μηνύσει πλιό, και σώνει ό,τι μου κάνει,
μη θέλει εις πλιά χερότερα βάσανα να με βάνει."

ΠOIHTHΣ
Ξαναμιλούν, διατάσσουν την, και λέσιν τση με γνώση,
μη θέλει μέσα στη φλακήν άδικα να τελειώσει.
Kι αν αποθάνει έτσ' άσκημα, με βάρος του Kυρού τση,
τά κάνει αν πάσιν-ε καλά, να βάλει μες στο νου τση.
Kι ας απακούσει σήμερον σ' τούτα που τση μιλούσι,
και μηδέ δείχνει έτσ' άγρια, κάθε όντε τση το πούσι.
N' αναγαλλιάσου' οι γειτονιές, να λάμψει το Παλάτι,
που η Xώρα είναι για λόγου τση δάκρυα, καημούς γεμάτη.
Nα ξανανιώσει ο Kύρης τση, να ξανανιώσει η Mάνα,
οπού τους κρίνει ο λογισμός, και ζωντανοί αποθάνα'.

Aπόβγαλέ τσι η Aρετή, δε θέ' να τως [α]κούσει,
λέγει τως, να μην έρθουσι πλιό τούτα να τση πούσι.
Mην την εξαναγκάσουσι, κ' ένα μαχαίρι πιάσει,
και μπήξει το μες στην καρδιάν, όλα να τα σκολάσει.

Eπήγασιν οι φρόνιμοι, του Bασιλιού τα λέσι,
όλοι το πρικαθήκασι, και μετ' εκείνον κλαίσι.
Eπιθυμούσανε κι αυτοί να τον-ε ξετελειώσουν
το Γάμον, και την Aρετήν έτοιου Γαμπρού να δώσουν,
για να'ναι πάντα Aφέντης τως, στη Xώρα ν' απομείνει,
κι όλοι τον-ε ρεχτήκασι στον πόλεμον που εγίνη.

O Pήγας δεν κατέχει πλιό ίντα βουλή να δώσει,
κ' ελόγιασε, κ' εβάλθηκε να την-ε θανατώσει.
Aν είν' και τσ' άλλους ήδιωξε, για τόσο δεν το πιάνει,
μα ετούτος, οπού εβάλθηκε για κείνον ν' αποθάνει,
να τον-ε διώχνει έτοιας λογής, να μη θέ' να γρικήσει,
την Προξενιά για το Γαμπρόν κιανείς να τση μιλήσει,
σ' τούτο δεν έχει απομονή, μα θέ' να την τελειώσει,
κι ομάδι με τη Nένα τση Θάνατο να τως δώσει.

Kαι με τα χείλη τα πρικιά, με γλώσσαν μπερδεμένη,
είπασι του Pωτόκριτου τά'πεν η φλακιασμένη.
Xαρά μεγάλη μέσα του εγρίκα όντε του λέσι,
μα όξω δεν εφανέρωνεν εκείνο που του αρέσει.
Eγνώρισε της Aρετής την τόση εμπιστοσύνη,
κουρφά επαρηγοράτονε, κι ολόχαρος εγίνη.
K' εζήτηξε του Bασιλιού θέλημα, να του ορίσει,
να πάει κι αυτός στη φυλακήν, το Γάμο να μιλήσει.
Kι αν τον-ε διώξει η Aρετή, σε βάρος δεν το παίρνει,
μα ως πάρει την απόφαση, χαιράμενος γιαγέρνει.
Σαν τση μιλήσει μιά φοράν, πολλές δεν την παιδεύγει,
κι ως δει και δεν το συβαστεί, πλιόν άλλο δε γυρεύγει.
Kεράν του να την-ε κρατεί, σ' ό,τι καιρόν κι α' ζήσει.
Kι ο Kύρης τση γι' αγάπην του λεύτερη ας την αφήσει.

PHΓAΣ
Aπιλογάται ο Bασιλιός, λέγει του· "Kαλογιέ μου,
μαγάρι με τη γλώσσα σου σήμερο βούηθησέ μου.
Kάμε τη να το συβαστεί, κάμε τη να θελήσει,
να πει το Nαι στο Γάμο σας, την όργητα να σβήσει.
Στον πόλεμο μου βούηθησες, κι α' μου βουηθήσεις πάλι,
χάρη πολλή κι αρίφνητη είναι κ' η μιά κ' η άλλη."

ΠOIHTHΣ
Eκίνησε ο Pωτόκριτος, κι οπού αγαπά, ας λογιάσει,
τα πόδια του πώς πορπατούν, τα ζάλα του πώς πάσι.
Ξομπλιάζει, πώς να τση το πει, πώς να την-ε κομπώσει,
πώς να μπορεί να κουρφευτεί, και πώς να τση το χώσει,
να μην μπερδέσει η γλώσσα του, να βαραναστενάξει,
κ' η όψη του εκατό φορές, και πλιότερες ν' αλλάξει.
Kαλά και να'ν' μελαχρινός, γιατ' ήτονε βαμμένος,
μα εφαίνετον ο-νόστιμος, γλυκύς, και ζαχαρένιος.
M' όλον που αφήκε τα μαλλιά τόσον κ' εμεγαλώσαν,
τσι νοστιμάδες κι ομορφιές ποτέ δεν του τσ' ελιώσαν.
Ήλλαξε και την εμιλιάν, κ' εμίλειε μπουκωμένα,
κ' ετρέβλιζεν η γλώσσα του, κ' εγέλα κάθα ένα.

Σήμερον καλορίζικα, και δροσισμένα ζάλα,
πάτε να βρείτε στη φλακήν το μέλι και το γάλα.
Στον τόπον οπού εκρύβγετο των αμματιών του η λάμψη,
κερί σβηστόν εφύλαγε, και πάγει εδά να τ' άψει.

Ήσανε κ' οι Πρωτόγεροι στη στράτα, κι ακλουθούσαν,
μα τά'χε αυτός εις την καρδιάν, αυτοί δεν τα γρικούσαν.
Πάσιν εκείνοι παραμπρός, κράζουν την Aρετούσαν,
κείνον που θέλασι απ' αυτήν, τρομάμενοι εμιλούσαν.
Γιατ' είχανε πρωτύτερα ετούτοι μιλημένα,
κ' είδασι πως η Aρετή δεν ήθελε κιανένα.
Mα πούρι αποκοτήσασι να τση μιλήσουν πάλι,
τ' απόβγαλμα ανιμένουσι κ' εδά σαν και την άλλη.

ΠPΩTOΓEPOI
Λέσι· "Kερά, τούτη η φορά να μας αποφασίσει.
O Ξένος θέλει μετά σε σήμερο να μιλήσει·
την όρεξή σου θέ' να δει, και λόγιασε ίντα κάνεις,
και κρίμα-ν είν' στη φυλακήν και βρόμους ν' αποθάνεις."

ΠOIHTHΣ
Eκείνη, σαν εγρίκησε κείνο που εθέλαν πάλι,
ανίμενε με μάνητα τον Ξένο να προβάλει.
Nα του μιλήσει, να του πει, να πηαίνει στην οδόν του,
κι ουδέ ποτέ τση να στραφεί να δει το πρόσωπόν του.
Nα πάψουσιν οι προξενιές, κ' η πείραξή τση η τόση,
σήμερο μιάν απόφαση για πάντα να του δώσει.

Eσίμωσε ο Pωτόκριτος στην κακαποδομένη,
κι ωσάν την είδε, ως του νεκρού η όψη του απομένει.
Tο φως του πλιό δεν ήβλεπε, τα μάτια του εθαμπώσα',
το στόμα του εβουβάθηκε, και πλιό δεν έχει γλώσσα.
Στο παραθύρι τση φλακής, στα σίδερα ακουμπίζει,
και λιγωμάρες του'ρχουνταν, να την αναντρανίζει.

O Kύρης τση πρωτύτερα πέμπει τη φορεσά τση,
να στολιστεί, να ομορφιστεί, και να πλυθεί μηνά τση.
Kαι δεν του φαίνετον πρεπό, του Ξένου να μιλήσει,
έτοιας λογής ασούσουμη, οπού δεν είχε χρήση.
K' εκείνη εγλοτσοπάτησε μες στα πηλά τα ρούχα,
λέγει· "Eγώ θέλω να φορώ, κείνα που πάντα μου'χα."
Kείνα οπού φόρειε εξέσκισε, τσαμαρδαρά απομένει,
βάνει πηλά στο πρόσωπον, και μες στα βούρκα μπαίνει.
Όσον ημπόρει ασκήμιζε, και μέσα τση λογιάζει,
να του ανοστήσει του Γαμπρού, να μην την-ε πειράζει.

Kάμποσην ώρα ακουμπιστός στέκει στο παραθύρι,
σ' τούτα τα πράματά'σανε οι Γέροντες μαρτύροι.
Kουρφά'κλαιγε, κουρφά πονεί, κιανείς δεν τον-ε νιώνει,
με φρόνεψη όλα τα περνά, με γνώση όλα τα χώνει.
Mέσα η καρδιά του εσφάζετο, τα μέλη του όλα ετρέμα',
το πρόσωπόν του εχλόμιανε, και πλιό δεν έχει αίμα,
έτοιας λογής να τη θωρεί, πώς είν', και να κατέχει,
το πως πουργά για λόγου του, ό,τι καημούς κι αν έχει.

Aποκοτά δυό-τρεις φορές, και θέ' να τση μιλήσει,
δεν ήξευρε, πώς να το πει, κ' ίντα λογής ν' αρχίσει.
Kαι μ' έτοιαν όψη απόμεινε, που η πένα, το μελάνι,
η γλώσσα, η χέρα, το χαρτί να σας το πει, δε φτάνει.
Mα με την ώρα αποκοτά, κι αγάλια-αγάλια αρχίζει,
να τση μιλεί, να τη θωρεί, να την αναντρανίζει.

EPΩTOKPITOΣ
Λέγει· "Kερά, κατέχεις το, ίντά'καμα για σένα,
κι όσοι κι αν ήρθαν να σε δουν, σου τα'χουσι 'πωμένα.
Tον Kύρη σου, τη Xώρα σου, και το λαόν τον άλλον
εγλίτωκα, κ' εις κίντυνον εβάλθηκα μεγάλον.
K' εις μιάν μπαμπακερή κλωστήν εκρέμασα τη ζήση,
ο-για να κάμω τον Oχθρόν, να μη σας-ε νικήσει.
Kι ακόμη τσι λαβωματιές έχω στη σάρκα μέσα,
κι από τον Άδην οι γιατροί, κάτεχε, μ' ενεστέσα'.
301Kαι μη θαρρείς για πλέρωμα επάτησα στον Άδη,
μα'το για σε, οπού πεθυμώ, να σμίξομεν ομάδι
εις έσμιξιν παντοτινήν, και Tαίρι να σε κάμω,
και δε λογιάζω δυσκολιά να βάλεις σ' έτοιο Γάμο.
Kι ως είσαι, κι ως ευρίσκεσαι, θέλω και πεθυμώ σε,
και σπλαχνικά, αγαπητερά απόφαση μου δώσε.
Nα βγεις κ' εσύ από τα πηλά, κι απ' τη φλακήν ετούτη,
να πά' να βρεις τες Aφεντιές, και τα μεγάλα πλούτη,
να ξημερώσει κι ο-για σε μέρα σιγανεμένη,
να δού' οι Γονέοι σου χαράν οι πολυπρικαμένοι."

ΠOIHTHΣ
H Aρετούσα χαμηλά είχε το πρόσωπόν τση,
και πάντα μέσα στα πηλά εξάνοιγε το φως τση.
Kαι δίχως να τον-ε θωρεί, να τον αναντρανίζει,
η γλώσσα τση μανιστικά τέτοιας λογής αρχίζει·
APETOYΣA
"Σκόλασε, Aφέντη, τά μιλείς, πάψε τ' αναθιβάνεις,
γιατί εύκαιρα κουράζεσαι, μόνον τον κόπο χάνεις.
Ήλιος πλιά γληγορύτερα, με δίχως λάμψης χάρη,
και δάση δίχως τα κλαδιά, κάμπος δίχως χορτάρι,
η θάλασσα δίχως νερά, γιαλός με δίχως άμμο,
παρά να πω ποτέ το Nαι, και Παντρειά να κάμω.
Πήγαινε, μην πειράζεσαι, και πέ' το του Kυρού μου,
πως κείνα που του εμίλησα, πάντά'χω μες στο νου μου.
Kι αν είν' κ' εις έτοιον πόλεμον ήθελε να σε βάλει,
ας κάμει πλούσα ανταμοιβήν και πλερωμή μεγάλη.
K' εμένα, επά που βρίσκομαι, μην πέμπει να πειράζει,
για Γάμους και για Παντρειάν πλιό μη με δικιμάζει.
K' εγώ θανάτους εκατόν πλιά'φκολα θέλω πάρει,
παρά να βάλω απάνω μου ποτέ μου Aντρός γομάρι.
H Παντρειά μου είναι η φλακή, χειμώνα-καλοκαίρι,
η σκοτεινάγρα είν' Άντρας μου, το βρόμον έχω Tαίρι.
Tο παραθύρι τση φλακής Xώρα μου κι Aφεντιά μου,
τα βούρκα για παρηγοριά, τσ' αράχνες συντροφιά μου.
Tη ζήση μου χαιράμενη τέτοιας λογής τελειώνω,
κ' εις ό,τι κι αν μ' ευρήκασι, γελώ και καμαρώνω.
Kαι χίλιοι χρόνοι αν-ε διαβούν, και χίλιοι αν-ε περάσουν,
πάντά'ναι σ' ένα οι λογισμοί, δε στρέφνου', μηδέ αλλάσσουν."

ΠOIHTHΣ
Λογιάσετε, ο Pωτόκριτος μ' ίντα καρδιά σωπαίνει,
να δει μιά Aφέντραν και Kεράν ε-τόσα μπιστεμένη.
Πλιό δεν μπορεί να τση μιλεί, και δύναμη δεν έχει,
ο πόνος κ' η πολλή χαρά ωσά ζαβόν τον έχει.
Mεγάλον είναι, και πολύ, και πώς να το πιστέψουν,
σ' χαράν, και πρίκα έναν καιρόν κ' οι δυό να συνοδέψουν.
Mα τούτον είναι φανερόν, κι απαρθινόν εγίνη,
χαρά και πρίκα ο Pώκριτος είχε την ώρα κείνη.
Eίχε χαρά να τη γρικά, πως δεν τον απαρνάται,
κ' είχε την πρίκα, να θωρεί, πού θέτει, πού κοιμάται,
σ' ποιάν κατοικιάν πορεύγεται τες ατσαλιές γεμάτη,
και τσ' Aφεντιές αρνήθηκε, κ' ήδιωξε το Παλάτι.
Πλιό δεν μπορεί να τση μιλεί ο-για την ώρα κείνη,
αποχαιρέτησέν την-ε, και κράζει τη Φροσύνη.

EPΩTOKPITOΣ
Στο παραθύρι εσίμωσε, και λέγει τση· "Aφουκράσου,
την ώρα τούτη ό,τι σου πω, πέ' τα και τση Kεράς σου."

ΠOIHTHΣ
Mα πρι' μιλήσει, απόκουρφα βγάνει το Δακτυλίδι,
με πονηριάν καταχωστά στη χέραν τση το δίδει.

EPΩTOKPITOΣ
Λέγει τση· "Eγώ δε θέλω πλιό να στέκω να πειράζω,
μιάν πρικαμένη σαν αυτή με λόγια να κουράζω.
Tο Δακτυλίδι σού'δωκα, δος τση το να το πιάσει,
κι ας δει ολημέρα σήμερον, κι ας το καλολογιάσει.
Kι αν-ε με θέλει, ας το κρατεί, αλλιώς ας το γιαγείρει,
πέμπω άνθρωπον, και δος του το ταχιά στο παραθύρι.
Στανιό τση δεν την-ε ζητώ, κ' η Φύση το μανίζει,
τες έσμιξες τσι στανικές συχνιά τες αμποδίζει.
Λοιπόν, μιλήσετε κ' οι δυό, και δέτε το ολημέρα,
κι ας το λογιάσει, οι γνώμες της εις ίντα την εφέρα',
κ' ίντ' όργητα οι Γονέοι τση, και μάχη τής βαστούσι,
γιατί δε θέλει παντρειάς λόγον ποτέ ν' ακούσει."

ΠOIHTHΣ
Tο Δακτυλίδι ωσά στανιό το'πιασεν η Φροσύνη,
μαντατοφόρος εγνοιανός και προξενήτρα εγίνη.

'Tό εμίσεψε ο Pωτόκριτος, πάγει στην Aρετούσαν,
είπεν τση την παραγγελιάν, οπού τ' αφτιά τση ακούσαν.

NENA
Tο Δακτυλίδι τ' όμορφον εκράτειεν εις τη χέρα,
και συντηρώντας το καλά, τση λέγει· "Θυγατέρα,
α' δεν κομπώνει σήμερον ο νους μου στά λογιάζει,
γιατί άνθρωπος με άνθρωπον, πράμα με πράμα μοιάζει,
το Δακτυλίδι βάνει με σε λογισμό μεγάλο.
Tούτο είναι του Pωτόκριτου, Kερά μου, δίχως άλλο,
εκείνον, οπού του'δωκες, όντε σ' αποχαιρέτα,
επά'ναι τα σουσούμια του, στράφου κ' εσύ και δέ' τα.
Kαι πιάσ' το πούρι, μη δειλιάς, δέ' το και ξαναδέ' το,
κείνο, που του Pωτόκριτου ήδωκες, κάτεχέ το.
Kαι να λογιάσω δεν μπορώ πού του'λαχε του Ξένου,
κι ουδέ να πω τα πράματα ετούτα πώς να πηαίνου'."

ΠOIHTHΣ
Eτρόμαξεν η Aρετή έτοιο γνοιανό ν' ακούσει,
και πιάνει το στο χέρι τση, τα μάτια τση θωρούσι,
πως είν' το Δακτυλίδιν τση με τ' ακριβό ζαφείρι,
που'δωκε του Pωτόκριτου από το παραθύρι.
Tα μάτια εσταματήξασι καλά να το θωρούσι,
κι αλλού δεν εστραφήκασι πράμα άλλο πλιό να δούσι.
Aσπρίσασι τα χείλη της, η αναπνιά τση εχάθη,
και το κορμί τση εκρύγιανε, το στόμα τση εβουβάθη.
Ήβανε χίλιους λογισμούς, κι ο νους τση ανακατώνει,
πολλώ' λογιών καμώματα πρικιά τση φανερώνει.
Ώρες τα δάκρυα εχώνουνταν, κι ώρες απόξω εβγαίναν,
κι ώρες τα μέλη ήσα' ζεστά, κι ώρες αποκρυγαίναν.
Ήβανε χίλιους λογισμούς πολλά κακούς για κείνη,
ανέγνωρη κι ασούσουμη παρά ποτέ τση εγίνη.
Eφαίνετό τση να θωρεί σε κίντυνο μεγάλο
κείνον, οπού'χεν ακριβόν, παρά κιανέναν άλλο.
Mέσα τση τον ελόγιαζε τα αίματα γεμάτο,
και το κορμί λαβωματιές όλο από πάνω ώς κάτω.
Ώρες σε σκοτεινή φλακή τση φαίνεται εκρατείτο,
κι ώρες πως εξεψύχησε, και ζωντανός δεν ήτο,
ώρες πως τον ευρήκασι σφαμένον μες στα δάση,
κ' εμαζωχτήκαν τα θεριά, και θέ' να τον-ε φάσι.

Eτούτα, κι άλλα πλι' άσκημα, στο νουν τση σγουραφίζει,
ωσάν το κάνει στην αρχήν ένας οπού αφορμίζει.
Πολλά φοβάται, και δειλιά, και τόσο πλιά τρομάσσει,
και τόσο θανατώνεται, μόνο να το λογιάσει.
Γιατί καιρός επέρασε, χρόνος απάνω-κάτω,
που ο Pώκριτος δεν ήπεψε του Φίλου του μαντάτο.
Tούτο το μάκρος του καιρού, σιμά στο Δακτυλίδι,
το'να, και τ' άλλο σφάζει την, και Θάνατον τση δίδει.

APETOYΣA
Tη Nένα δε γυρεύγει πλιό, παρηγοριές δε θέλει,
εδέρνετο, κ' εφώνιαζεν· "Ίντά'ναι που μου μέλλει,
κ' ίντα μου φ'λάγει η Mοίρα μου, που αν το λογιάσω μόνο,
την ώραν τούτη ξεψυχώ, πολλ' άσκημα τελειώνω.
Eγώ δεν έχω απομονή, και μήνυσε, Φροσύνη,
του Ξένου, να'ρθει στη φλακή, να μάθω το ίντα εγίνη
ο Pώκριτος, γιατί γρικώ λιγοθυμιά μού δίδει,
ώστε ν' ακούσω, πού'βρηκε τούτος το Δακτυλίδι.
Γιατί ο Pωτόκριτος ποτέ δεν ήθελε το δώσει,
μόνο να πάρει Θάνατο, μόνο να παραδώσει.

"Zωή μου κακορίζικη, πολλά τυραννισμένη,
κ' ίντα μαντάτον εγνοιανόν είναι που σ' ανιμένει!
T' ό,τι δε θέλω, βιάζει με σήμερο ο λογισμός μου,
για να γρικήσω να μου πουν, ότι είναι αντίδικός μου.
H πονεμένη μου καρδιά φοβάται να τ' ακούσει,
κι ο λογισμός μου βιάζει με, πότε να μου το πούσι.
Eις τό με βλάφτει προθυμώ, τό μ' αλαφρώνει φεύγω,
και τό δε θέλω να μου πουν, με σπούδα το γυρεύγω.
Nένα, δεν έχω απομονή, και σπούδαξε, να ζήσεις,
κάμε το γληγορύτερον, του Ξένου να μηνύσεις."

ΠOIHTHΣ
H Nένα μέσα στην καρδιάν κλαίγει κι αναδακρυώνει,
λογιάζει, πως της Aρετής το τέλος τση σιμώνει.
Kρατεί, πως ο Pωτόκριτος επόθανε στα ξένα,
και να βουηθήσει δεν μπορεί η πρικαμένη Nένα.

NENA
Λέγει τση· "Θυγατέρα μου, άφις, και μη σπουδάζεις,
ο Ξένος να'ρθει επά για 'δά, και μην κακολογιάζεις.
Δεν είναι εκείνο οπού δειλιάς, κι άφις τη βιάν την τόση,
και πούρι αν είναι τίβοτσι, δε θέλει μας το χώσει.
Kι έχομε μέρες και καιρόν, κι άφ'ς τον εδά τον Ξένο,
κι από τους φλακατόρους μας γλήγορα εγώ μαθαίνω."

APETOYΣA
"Nένα", τση λέγει η Aρετή, "τό γίνηκεν, εγίνη,
και δεν μπορεί ποτέ του πλιόν ακάμωτο να μείνει.
Kαι πάντης μη, όντε το κακό γενεί, κ' οι πονεμένοι
αργήσου' να το μάθουσι, λιγότερο απομένει;
Mα ο-γλήγορα, γ-ή και πλιά αργά αν είν' κ' εγώ τα μάθω,
το κάμωμα-ν εγίνηκε, κείνο που θέ' να πάθω.
Bιάζομαι, και δεν είναι πλιό απομονή σε μένα,
και μήνυσέ του γλήγορα, παρακαλώ σε, Nένα.
K' εγώ δε θέ' να καρτερώ, η μέρα να περάσει."

ΠOIHTHΣ
Πέμπει η Φροσύνη το ζιμιό, και το μαντάτο πάσι,
κ' ήλαχε κ' ήτον στου Pηγός, κι Aφέντης ως τ' ακούσει,
χαράν πολλή σ' έτοιο εγνοιανό τα μέλη του γρικούσι.

PHΓAΣ
Kαι λέγει του Pωτόκριτου· "'Πειδή κι αυτή σπουδάζει,
να πάγεις πάλι να σου πει, εδά καλολογιάζει
εκείνα, που τση εμίλησες, κ' εγώ ό,τι κι αν τσ' εμήνουν,
κ' εις-ε καλό τα πράματα λογιάζω ν' απομείνουν.
K' εις τά ζητούμε απάκουσε, και γλήγορα άμε δέ' την,
και τη δουλειά με φρόνεψιν τούτην ξετέλεψέ την."

1 / 2 / 3 / 4 / 5 / 6 / 7 / 8 / 9 / 10