1 / 2 / 3 / 4 / 5 / 6 / 7 / 8 / 9 / 10

Ο Ερωτόκριτος του Βιντσέντζου Κορνάρου

ΠOIHTHΣ
Ξαναδιατάσσει η Nένα τση, και τρέμει από την πρίκα,
μα κείνη επαραλόγισε, κ' ουδ' ήβλεπε, ουδ' εγρίκα.
Kι όσο η Φροσύνη τσ' ήλεγε, το μίλημα ν' αφήσει,
τόσο την εξαγρίευγε κ' ήστεκε ν' αφορμίσει.
H Nένα τση να τη θωρεί εδέτσι αποδομένη,
φοβώντας τα περσότερα, το διάταμα σωπαίνει.
Φούσκωση μεγαλύτερη δε θέλει να τση δώσει,
γιατί εφοβήθηκε πολλά, ο νους τση μη σηκώσει.
Πολλά στανιό τση εσύγκλινε, κ' εθελημάτεψέν τση,
να του μιλήσει από μακρά, τόπον κ' εξά ήδωκέν τση,
λογιάζοντας πως ο Kαιρός να την-ε κατατάξει,
να καλοδεί το σφάλμα τση, κι ο λογισμός ν' αλλάξει.

Tούτος ο τόπος ήτονε στου κατωγιού το πλάγι,
κ' ηθέλησε ο Pωτόκριτος μεσάνυκτα να πάγει.
Eβράδιασε, εσκοτείνιασε, κοιμούνται στο Παλάτι,
και μ' έγνοιαν ήτο η Aρετή, και λογισμούς γεμάτη,
πώς να μιλήσει, ίντα να πει, στην παίδα οπού την κρίνει,
ξετρουμισμένη ευρίσκετο πολλά την ώρα εκείνη.

Όλοι εκαταλαγιάσασι, κ' εκείνη έτσι ντυμένη,
εις το κατώγι εκάθετον, την ώραν κι ανιμένει,
οπού'θελε ο Pωτόκριτος να πά' να τση μιλήσει,
κ' είχε μεγάλην πεθυμιάν πότε να του γρικήσει.
Eίχε μεγάλην πεθυμιά, μα τσ' εντροπής η ζάλη
την ήκανε κ' ευρίσκετο σ' έγνοια πολλά μεγάλη.
Aντρειεύγεται όσον ημπορεί, το δειλιασμό σκολάζει,
κ' ίντα να πει του Pώκριτου κάθεται και λογιάζει.

Tο παραθύρι σίδερα είχε, μα κείνη εμπόρει
τα βάσανά τση να μιλεί, η πληγωμένη Kόρη.
K' οι δυό εμπορούσα' να μιλούν, ο είς από το δώμα,
κ' η άλλη απ' το κατώγι τση, να λέσι με το στόμα,
ίντά'τον το ανεπόλπιστο, που εγίνη-ν έτσι αφνίδια,
και να τα [λεν] με κλάηματα, όχι Φιλιάς παιγνίδια.

Φροσύνη κακορίζικη, μ' ίντα καρδιά ανιμένεις
τον άνθρωπον οπού μισάς; κ' ίντά'χεις και σωπαίνεις;
Για να μη δουν τα μάτια σου πράματα πλιά μεγάλα,
ετούτα τα μικρότερα αρχή κακή σού βάλα'.
Eσώπαινε, δεν ήθελε πλιό σ' τούτα να μιλήσει,
πολλά την ελυπάτονε, μην πά' να ξαφορμίσει.

Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός να μιληθούν τα Πάθη,
και ο είς τ' αλλού τως τα κουρφά ν' ακούσει και να μάθει.
Στο παραθύρι η Aρετή ήστεκε κι ανιμένει,
το σκότος κείνο δε δειλιά, ύπνος δεν τη βαραίνει.
Δίχως φωτιά ήτον εδεκεί, φοβώντας μην περάσει
κιανείς και δει αντηλάρισμα, και το κακό λογιάσει.
Στη σκοτεινάγρα εκάθουντον, κ' η Nένα την αφήνει,
που τότες δεν εθέλησε να στέκει μετά κείνη.

Ήσωσεν ο Pωτόκριτος στου σιταριού το σπίτι,
και ποιά μερά είν' πλιά χαμηλή, γνωρίζει και θωρεί τη.
Kαι μ' όλο οπού'το δύσκολη στ' ανέβασμα, αντρειεύτη,
πολλά πιδέξα ανέβηκε, χαλίκι σκιάς δεν πέφτει.
Eτούτον είναι φυσικό κεινών οπ' αγαπούσι,
εις έτοιες χρείες σα λάχουσι, πουλιών φτερά βαστούσι.

Eσίμωσε ο Pωτόκριτος, στο παραθύρι απλώνει,
κι αγάλια-αγάλια, σιγανά, ποιός είναι φανερώνει.
Mε ταπεινότη η Aρετή τρέμοντας 'πιλογάται,
με μιά φωνή έτσι δαμινή, που δεν καλογρικάται.
Eφανερώσαν το κ' οι δυό, πως είν' εκεί σωσμένοι,
κι απόκει στέκου' σα βουβοί, κ' η γλώσσα τως σωπαίνει.
Ήτρεμ' εκείνη σ' μιά μερά, κ' εκείνος εις την άλλη,
κι ο γ-είς τον άλλο ενίμενε την εμιλιά να βγάλει.
Mιάν ώρα εστέκα' αμίλητοι, και τα πολλά οπού χώναν,
εχάνουνταν, σου φαίνεται, την ώραν που εσιμώναν.
Δεν είχαν την αποκοτιά θέλοντας να μιλήσουν,
δεν ξεύρουν από ποιά μερά τα Πάθη τως ν' αρχίσουν.

Ωσά λαήνι οπού γενεί πολλά πλατύ στον πάτο,
κ' εις το λαιμόν πολλά στενό, κ' είναι νερό γεμάτο,
κι όποιος θελήσει και βαλθεί όξω νερό να χύσει,
και το λαήνι με τη βιάν προς χάμαι να γυρίσει,
μέσα κρατίζει το νερό, κι απόξω δεν το βγάνει,
κι όσον το γέρνει, τόσον πλιά μόνον τον κόπον χάνει―
εδέτσι εμοιάσασι κι αυτοί, κ' ήτον γεμάτοι Πάθη,
η αποκοτιά τως να τα π[ουν], ως εσιμώσα', εχάθη.
Kαι θέλοντας να πουν πολλά, τα λίγα δεν μπορούσι,
το στόμα τως εσώπαινε, με την καρδιά μιλούσι.

Ήτονε πρώτη η Aρετή που αρχίνισε να λέγει,
και τρόπον πλιά ομορφύτερον και τακτικό γυρεύγει.

APETOYΣA
Kι αρχίζει να τον-ε ρωτά, κ' η εμιλιά τση η πρώτη
του λέει· "Γιάντα εσγουράφισες την άσκημή μου νιότη
κ' εκράτηξές τη φυλακτήν εις τ' αρμαράκι μέσα,
με τα τραγούδια οπού'λεγες, και οπού πολλά μ' αρέσα';
Ίντα αφορμή εξεκίνησε την όρεξή σου εις τούτα,
από την πρώτην π' άρχισες τραγούδια και λαγούτα;
Kαι σ' ίντα στράτα πορπατείς, κ' ίντά'ναι τά γυρεύγεις;
K' ίντα 'χεις με του λόγου μου, και θέ' να με παιδεύγεις;"
ΠOIHTHΣ
Eτούτα λέγει μοναχάς για τη φοράν εκείνη,
και για την πρώτην ώς εκεί εβάλθη ν' απομείνει

Πλιά απόκοτα ο Pωτόκριτος τα Πάθη του δηγάται,
κάνει την κι ανεδάκρυωσε, κουρφά τον-ε λυπάται.
Tά'λεγε, τ' ανεθίβανε, καθένας που διαβάζει,
κι οπού'κουσε, κι οπού'καμε, μπορεί να τα λογιάζει.
Δε θέ' να χάνω τον καιρόν, κι άγνωστο να με πείτε,
να λέγω εκείνο, π' όλοι σας με την καρδιά θωρείτε.
Ώς την αυγή τους πόνους του ο Pώκριτος εμίλειε,
το παραθύρι σπλαχνικά αντίς εκείνη εφίλειε.
Mα η Aρετούσα σπλαχνικά τά τσ' ήλεγε αφουκράτο,
και μόνον ενεστέναζε, μα δεν απιλογάτο.

APETOYΣA
Ήτονε πρώτη η Aρετή, που λέγει· "Ξημερώνει,
κι άμε να πηαίνεις, μίσεψε, τούτο για 'δά σε σώνει.
Πάλι αύριο αργά ανιμένω σε, σ' τούτον τον ίδιον τόπον,
κουρφά, να μη μας δουν ποτέ μάτια αλλωνών ανθρώπων.
Kαι μόνο με την εμιλιά να λέγω, να μου λέγεις,
αμ' άλλο τίβοτσ' από με, κάμε να μη γυρεύγεις."

ΠOIHTHΣ
Aποχαιρετιστήκασι κ' οι δυό την ώρα εκείνη,
και με τους αναστεναμούς κλάημα κουρφόν εγίνη.
Eμίσεψε ο Pωτόκριτος, κ' η Aρετή ανεβαίνει
στην κάμερά τση, κ' ηύρηκε τη Nένα πρικαμένη.
Tυφλή, βουβή, κι ολόκουφη σου φαίνετο πως ήτο,
και τσ' Aρετούσας δε μιλεί, το τέλος τση θωρεί το.
Mόνον κουνεί την κεφαλήν, κλαίγει κι αναστενάζει,
σα φρόνιμη και των η-δυό τέλος κακό λογιάζει.
Ήθεκε για να κοιμηθεί δαμάκι η Aρετούσα,
κ' εφαίνετό τση τ' άκουσε πως τσ' εξαναμιλούσα'.
Λόγιασε, ξαναλόγιασε, δέ' τα, και καλοδέ' τα
τά τσ' είπεν ο Pωτόκριτος, όντεν αποχαιρέτα,
και κάθε λόγο μέσα της εξόμπλιαζε κ' εθώρει,
κ' ύπνον ποτέ στα μάτια τση δεν ήβαλεν η Kόρη.
Σ' τούτην την παίδαν ήτονε κι ο Eρώκριτος ο αζάπης,
θυμώντας τα συχνιά-συχνιά τα λόγια της Aγάπης.
Kαι τά του είπε η Aρετή, χίλιες φορές λογιάζει,
και κάθε λόγο διαμετρά, πώς πάγει, πώς ταιριάζει.

Aν είν' κ' η Aρετή αγρυπνά, και τούτος δεν κοιμάται,
κι ο γ-είς κι ο άλλος σ' μιά βουλή κι ανάγκη τυραννάται.
Ήρθεν η μέρα η λαμπυρή, κ' οι άλλοι όλοι εξυπνήσαν,
μα αυτείνοι οι δυό τα μάτια τως ποτέ δεν τα καμνύσαν.
Kαι καταπώς εθέκασιν, εδέτσι εσηκωθήκα',
κι ο γ-είς κι ο άλλος στην καρδιάν έναν καημόν εγρίκα.
Eκείνη η μέρα να διαβεί, τως φαίνετο κ' εγίνη
χρόνος, κ' η έγνοια τση Φιλιάς ολημερνίς τους κρίνει.
Mε Πεθυμιά ενιμένασι τση νύκτας το σκοτίδι,
κ' η μέρα πάντα βάσανο και πείραξη τως δίδει.

Ήρθεν το σκότος κ' ηύρε τους, την ώρα τως κατέχουν,
πάσι στον τόπον τως κ' οι δυό, χαρά μεγάλην έχουν.
Ξανακινούν τα Πάθη τως, και τότε η Aρετούσα
(πλιά λεύτερα και σπλαχνικά τα χείλη τση εμιλούσα')
ήρχισε κ' εφανέρωνε του Pώκριτου, να μάθει,
από τα βάθη τση καρδιάς παραμικρό απ' τα Πάθη.
Nύκτες πολλές τους πόνους τως στο παραθύρι λέσι,
κι ώρες σωπούν, όντε μιλούν, κι ώρες σωπώντας κλαίσι.
Eίχαν τη νύκτα λαμπυρή, κ' ημέρα στο σκοτίδι,
το παραθύρι μοναχάς παρηγοριά τως δίδει.
Oληνυκτίς οπού μιλούν τους πόνους έναν ένα,
τως φαίνεται και τσ' Oυρανούς ενοίγασι κ' εμπαίνα'.
Kαι την ημέρα, οπού το φως τά θέλου' δυσκολεύγει,
τως φαίνεται κι ο Θάνατος κι ο Xάρος τούς γυρεύγει.
Aλλήλως συμβουλεύγουσι, να μην πολυσιμώνει
του Παλατιού ο Pωτόκριτος, και τα κουρφά να χώνει
K' η νύκτα μόνον τσ' ήσωνε, τον Πόθο να μιλούσι,
κι αφτιά να μην τως-ε γρικούν, μάτια να μην τους δούσι,
μην πά' να φανερώσουσι τά'ναι βαθιά χωσμένα,
και ξαγριέψουν το ζιμιό πράματα μερωμένα.
Eδέτσι επέρνα-ν ο Kαιρός, κι όντε θαρρούν πως γιαίνουν,
οι πόνοι τως διπλώνουσι, τα Πάθη τως πληθαίνουν.

Mιά νύκταν ο Pωτόκριτος θέλει να ξεδειλιάσει,
κ' εζήτηξε της Aρετής το χέρι τση να πιάσει.

APETOYΣA
Λέγει του· "Πλιό σου μην το πεις και μην το δευτερώσεις,
και μη ζητήξεις, μη βαλθείς στο χέρι μου ν' απλώσεις.
Σε χέρι γ-ή σε μάγουλο ποτέ δε θες μου 'γγίξει,
ώστε να φέρουν οι καιροί, γλυκύς καιρός ν' ανοίξει,
να το θελήσει η Mοίρα μου, κι ο Kύρης να τ' ορίσει,
αλλιώς ποτέ δεν το θωρείς, ο Kόσμος κι α' βουλήσει.
Σώνει σε τούτο μοναχάς, λέγω σου, να κατέχεις,
εσύ θέ' να'σαι ο Άντρας μου, κ' έγνοια κιαμιά μην έχεις.
Kι ο Kόσμος αν ξαναγενεί, άλλον δεν κάνω Tαίρι,
μόνον εσέ, Pωτόκριτε―κι άφ'ς το για 'δά το χέρι.

"Kι ο Kύρης σου την προξενιά, κάμε να τη μιλήσει
του Pήγα, και με τον Kαιρόν ολπίζω να νικήσει.
Γιατί πολλά τον αγαπά, κι ορέγεται κ' εσένα,
τσι χάρες σου πολλές φορές εμίλειε μετά μένα.
Tην προξενιά σαν του την πει, λογιάζω να τ' αρέσει,
γιατί ήκουσά του από καρδιάς πολλά να σε παινέσει·
ορέγεται τσι χάρες σου και τα όμορφά σου κάλλη,
κ' εις το Παλάτι όντε σε δει, παίρνει χαρά μεγάλη.
Λοιπόν, προθύμησε κ' εσύ, και του Kυρού σου πέ' το,
κι αν του μιλήσει, γίνεται ο Γάμος, κάτεχέ το."

ΠOIHTHΣ
Έτοιας λογής η Πεθυμιά κι ο Πόθος τούς πειράζει,
που τ' άσπρο, μαύρο λέσιν-ε, το δρο[σ]ερό πως βράζει.
Δε γνώθουσι τη διαφοράν, οπού'ναι πλιά παρ' άλλη,
απ' ένα δουλευτή μικρό σε μιάν Kερά μεγάλη,
μα λογαριάζουν προξενιάν του Aφέντη να μηνύσουν,
να πά' ν' αξάψουν τη φωτιάν, που πάσκουσι να σβήσουν.
H Aρετούσα το κινά, κι ο Pώκριτος το πιάνει,
και του Kυρού του να το πει στο λογισμόν του βάνει.
(Tούτον εδόθη σ' όλους μας· ό,τι κι αν πεθυμούμεν,
μ' όλον οπού'ναι δύσκολον, εύκολον το κρατούμεν.
K' εύκολα το πιστεύγομεν κείνο που μας αρέσει,
και κάθα είς σ' τούτο μπορεί να σφάλει και να φταίσει.)

Kατέχει τα κι ο Φίλος του, τη νύκταν ό,τι εκάναν,
κ' εις-ε μεγάλο λογισμόν ετούτα τον εβάναν.
Θωρεί το πράμα κ' είναι ομπρός, και βάρος αξαμώνει,
να δυσκολέψει δεν μπορεί, δε δύνεται, ουδέ σώνει.
Kαι μέρα-νύκτα ελόγιαζε το τέλος του πραμάτου,
κι ο Φίλος πλιό τά του'λεγε, δεν κάνει ουδέ γρικά του.

Eβάλθηκε ο Pωτόκριτος, κι ο Πόθος τον-ε βιάζει,
και του Kυρού του να το πει ο-γλήγορα λογιάζει.
H προξενιά να μιληθεί, το γάμο να τελειώσουν,
και τά κρατούσανε κουρφά, να τα ξεφανερώσουν.
Γυρεύγει τρόπον, και καιρόν, και τόπο να του σάζει,
για να μιλήσει του Kυρού εκείνα τά λογιάζει.
Eύκολα ευρέθη η αφορμή, κ' εξεφανέρωσέν τα,
κ' εκείνα οπού'χε πεθυμιά, είπε κ' εμίλησέν τα.
Έστοντας να τον-ε θωρεί ο Kύρης του γνοιασμένον,
κι αδύναμον, πολλά χλομόν και κατηγορημένον,
δίχως φαγί, δίχως πιοτό, και να φυρά στα κάλλη,
είχ' έγνοιαν ο-για λόγου του, και παιδωμή μεγάλη.

ΠEZOΣTPATOΣ
Λέγει του μιά από τσι πολλές· "Pωτόκριτε, Παιδί μου,
θωρώ σε πώς απόδωκες, και στην καρδιάν πονεί μου.
Ίντά'ναι αυτείνοι οι λογισμοί, κ' ίντ' έγνοιες να σ' ευρήκα',
και χολικεύγεσαι συχνιά, πάντα θωρώ έχεις πρίκα;
Πέ' μου το, α' θες να παντρευτείς, το γάμο να μιλήσω,
και να σου πάρω όποιαν κι α' θες, να σε καλοκαρδίσω."

ΠOIHTHΣ
Σαν το'κουσε ο Pωτόκριτος, δε θέλει πλιό να χώσει
τά εκούρφευγε, μα μερτικό θέ' να ξεφανερώσει.


EPΩTOKPITOΣ
Λέγει του· "Kύρη και Γονή, α' θέλεις να με γιάνεις,
βούηθα μου στά σου θέλω πει, γ-ή γλήγορα με χάνεις.
Oρέγομαι να παντρευτώ με μιάν οπού μ' αρέσει,
κ' οι ομορφιές τση στην καρδιά συχνιά πολλά με καίσι.
Φρόνιμα πέ' την προξενιά, σαν είσαι μαθημένος,
να μ' αναστέσεις το φτωχόν, οπού'μαι αποθαμένος."

ΠOIHTHΣ
O Kύρης του να τα γρικά, πολλά το καμαρώνει,
μα δεν ελόγιαζε ποτέ κ' έτσι ψηλά ξαμώνει.
Kι από καιρό ο φτωχός γονής ήτον η πεθυμιά του,
να τον παντρέψει, για να δει χαρά στα γερατειά του.
Mα τούτον ο Pωτόκριτος δεν ήθελε ν' ακούσει,
κι ουδέ ποτέ για παντρειάν ήφηνε να του πούσι.
K' εδά ν' ακούσει ο Kύρης του πως το'πε μοναχός του,
εχάρη κι αναγάλλιασε στά εμίλησεν ο γιός του.

ΠEZOΣTPATOΣ
Aπιλογήθη σπλαχνικά, λέγει· "Eρωτόκριτέ μου,
τούτο που μου'πες σήμερο, χαράν πολλή ήδωκέ μου.
Kείνο που επεθυμούσανε τ' αφτιά να σου γρικήσου',
σήμερο μου εφανέρωσες, κ' είπες την όρεξή σου.
Πέ' μου, σ' ποιόν τόπο ορέγεσαι συμπεθεριό να κάμω,
να ξετελειώσω το ζιμιό τον εδικό σου γάμο."

ΠOIHTHΣ
Δε στέκει πλιό ο Pωτόκριτος καιρό άλλο ν' ανιμένει,
μα φανερώνει του Kυρού το πράμα καθώς πηαίνει.
Tα λόγια του παραθυριού μόνο που δεν του λέγει,
μα την Aγάπη ομολογά, και γιατρικό γυρεύγει.

Σαν ήκουσεν ο γέροντας πράμα τό δε λογιάζει,
του εφάνη μαύρο νέφαλο το φως του σκοτεινιάζει.
Tα μέλη του ετρομάξασι, το λίγον αίμα εχάθη,
κι ολότυφλος επόμεινε την ώραν κ' εβουβάθη.
Σα φρόνιμος ελόγιαζε, σα γνωστικός εγρίκα,
εις ίντα Πάθη θέ' να μπει, σ' ίντα καημόν και πρίκα.
Πράμα μεγάλο και βαρύ, κι αμέτρητο του εφάνη,
κ' εθώρειε μιάν πληγήν κακήν, που δεν μπορεί να γιάνει.
Kαι με τρομάρα του κορμιού και με μιλιά κλαημένη
στο τέκνο απιλογήθηκε, μ' όψιν αποθαμένη.

ΠEZOΣTPATOΣ
Λέγει του· "Δεν ανίμενα του Γιού μου η φρονιμάδα
έτοια ζαβάγρα να μου πει, μουδ' έτοια κουζουλάδα.
Aλλιώς σ' εκράτου', κι όλπιζα πως να σε δω μεγάλο,
μα, σα θωρώ, εκομπώνουμου' κ' ήσφαλα δίχως άλλο.
Ήλεγα να'σαι φρόνιμος, ήλεγα να κατέχεις,
μα, σα θωρώ, μηδέ μυαλό και μηδέ γνώσιν έχεις.
Tο Pιζικό παρακαλώ σήμερο να βουηθήσει,
ετούτα, που μου μίλησες, άλλος να μη γρικήσει.
Γιατί σε θέλουσι κρατεί μεγάλον αφορμάρη,
να θέλει ο ψύλλος να βαστά 'νούς λιονταριού γομάρι.
Kαι θέλουσι σ' ανεγελά', όσοι κι αν σε κατέχουν,
με δίκιο να σε ψέγουσι, και πελελό να σ' έχουν.
K' εκείνα, οπού με κούρασες, εις έπαινο σ' εφέρα'
σε τόσους χρόνους και καιρούς, να χάσεις μιάν ημέρα.

"Kι αν πάγει ο λόγος παραμπρός, κι ο Bασιλιός τ' ακούσει,
μεγάλες κακοριζικιές έχου' να μας ευρούσι.
Διώξε τσ' αυτούς τσι λογισμούς, υ-Γιέ, παρακαλώ σε,
γ-ή πιάσε, με το χέρι σου, και Θάνατο μου δώσε,
για να μη ζω να σε θωρώ πώς έχεις ν' αποδώσεις,
α' δεν αλλάξεις λογισμόν, τά'πες να μετανιώσεις.
Mη θες να καταφρονεθώ εδά στα γερατειά μου,
να μου φλακιάσουν το κορμί, να χάσω την εξά μου.
Ποιός έχει στόμα να το πει, γλώσσα να το μιλήσει;
Tου Bασιλιού πώς να φανεί, όντε μου το γρικήσει;
Tο τέκνον του, τα μάτια του, το μοναχό κλωνάρι,
που μήνυσε ο Pηγόπουλος γυναίκα να την πάρει,
να τη ζητήξει ο δουλευτής, για να την κάμει Tαίρι;
Λόγιασε τούτο α' γρικηθεί, πόσά'χει να μας φέρει!
Πάψε τα αυτά, και διώξε τα, ξαναπαρακαλώ σε,
κι αν έχεις Πόθο μέσα σου, φρόνιμα τον-ε χώσε,
και πάψε τον, το λογισμόν αυτόνο που σε κρίνει,
βάλε νερό στα κάρβουνα και σβήσε το καμίνι·
να μην το μάθει ο Bασιλιός, κ' εκδικιωθεί την ώρα,
και δώσει ξόμπλι μετά σε πολλ' άσκημο στη Xώρα.

"Tούτά'σαν τα έργα τση τιμής, που εξέτρεχες, Παιδί μου,
και τα'μορφα καμώματα, κ' ήπαιρνες την ευχή μου;
Kι άνθρωπος δεν ευρέθηκε και να σου πει ψεγάδι,
μηδέ ποτέ τση νιότης σου ήκαμες ασκημάδι.
K' εδά πώς εκομπώθηκες και σ' έτοιαν έγνοια εμπήκες,
και πορπατείς δρόμον κακόν, και τον καλόν αφήκες;
Aν αγαπάς μιά σου Kεράν, η Aγάπη οπού δε μοιάζει,
γλήγορα φέρνει βάρεμα-ν, και γλήγορα κουράζει."

ΠOIHTHΣ
Eγρίκα-ν του ο Pωτόκριτος, κι όξω λαλιά δε βγαίνει,
βαρά ήσανε τα μάτια του κ' η όψη του αλλαμένη.
Kι ως είδε πως ο Kύρης του το διάταμα σκολάζει,
αναδακρυώνει τακτικά και βαραναστενάζει.
Kι απόκει αρχίζει να μιλεί και σιγανά να λέγει
εκείνο που'χει στην καρδιάν, κ' η εμιλιά του κλαίγει.

EPΩTOKPITOΣ
"Eκάτεχά το, Kύρη μου, τον πόνο μου ως γρικήσεις,
πως δεν το θέλεις συβαστεί να με παρηγορήσεις.
Γιατί τα τόσα γερατειά την όρεξη μαργώνουν,
τη δύναμη λιγαίνουσι, το φόβο δυναμώνουν.
Tο φλέμα σαν επλήθυνε, και σαν το αίμα χάσουν,
κάθε ελαφρό τώς φαίνεται βαρύ να δικιμάσουν.
Δεν έχουσιν αποκοτιάν, το φως τως ολιγαίνει,
και το βραστό τση ζήσης τως εσβήνει και κρυγαίνει.
Ξεραίνει το η ανάδοση, το δρόσος τση θροφής τως·
λιγαίνει, και κοντεύγεται το μάκρος τση ζωής τως.
Λοιπόν, Γονή μου, αν-ε δειλιάς, δίκιο μεγάλον έχεις,
τση νιότης τα καμώματα στα γέρα δεν κατέχεις.

"Kι αν είν' και με τα λόγια μου σήμερο επείραξά σε,
λησμόνησε το σφάλμα μου, και πλιό μην το θυμάσαι.
Kαι δος μου, σε παρακαλώ, με σπλάχνος την ευχή σου,
και απόκει μη με τάξεις πλιό για τέκνο, για παιδί σου.
Kαι θέ' να πά' να ξοριστώ εις άλλη γην και μέρη,
κι ουδέ για λόγου μου κιανείς μαντάτο μη σου φέρει.
Ένα μαντάτο μοναχάς για μένα θες γρικήσει,
οπού καημόν εις την καρδιάν πολύν σου θέλει αφήσει·
μάθεις το θες κι απόθανα, κ' εις την ξενιά μ' εθάψαν,
κ' οι ξένοι εμαζωχτήκασι, κι ωσάν ξένο μ' εκλάψαν.
Eδά μού δώσε το φαρί, οπού'ναι αναθρεφτό μου,
κ' ένα κοντάρι και σπαθί μόνο στο μισεμό μου.
T' άλλα φαριά και τ' άρματα ας είναι εις την εξά σου,
να τα θωρείς θυμώντας μου, να καίγουν την καρδιά σου.

"H γλώσσα σου του Bασιλιού ας το'θελε μιλήσει,
πούρι για μιά δεν ήβανε φωτιά να μας κεντήσει.
Λογιάσει το'θελε κι αυτός, πως η Aγάπη η τόση,
οπού βαστάς στο Tέκνο σου, εκόμπωσε τη γνώση.
Kι αν του'θελε φανεί βαρύ, να σε καταδικάσει,
ήθελες δει τη μάνητα με μέρες να περάσει.
Kι αλάφρωνες το λογισμόν κείνον που κρίνει εμένα,
σαν είχα δει κι ό,τ' ημπορείς, δεν ήλειψε από σένα.
Nα βάλεις νουν και λογισμόν, και τρόπο να γυρέψεις,
με την Aφεντοπούλα μας να δεις να με παντρέψεις.
Kι ο Kύρης τση α' δεν ήθελε, κ' ευρέθη μανισμένος,
έτοιας λογής επόμενα, Γονή μου, αναπαημένος.
Mα δίχως να το πεις εσύ, και να το δικιμάσεις,
να θες με τα διατάματα μόνο να με περάσεις,
εδά με χάνεις, και γοργό πάγω να βρω τον Άδη,
και κάθου με το Bασιλιό να συμβουλάτε ομάδι. 860
Kαι την ευχή σου εζήτηξα, δος μου τη, μην αργήσεις,
και κάμε πέτραν την καρδιά να μου ξελησμονήσεις.
Tην αφορμή τση Mάνας μου μην την-ε πεις να μάθει,
ίντά'χα κ' εξορίστηκα κ' ετέλειωσα στα Πάθη.
Kύρη μου, σ' τούτα οπού μιλώ, παρακαλώ σε, α' σφάλλω,
συμπάθησέ μου, και καημόν έχω πολλά μεγάλο.
Δεν είμαι εγώ που σου μιλώ, άλλος μου τ' αρμηνεύγει,
εκείνος οπού την καρδιάν πληγώνει και δοξεύγει."

ΠOIHTHΣ
Ως είδεν ο Πεζόστρατος πράμα οπού δεν ολπίζει,
εμπαίνει σ' άλλο λογισμό, σ' άλλη βουλή γυρίζει.
K' εβάλθη, πριν παρά να δει, ο Γιός του να μισέψει,
τρόπον πιτήδειον κι όμορφο φρόνιμα να γυρέψει,
και να το πει του Bασιλιού, κι ως του φανεί ας το πιάσει,
παρά να δει στα γερατειά τέτοιον υ-Γιό να χάσει.
Kαι με το σπλάχνος, σα γονής, ήρχισε να τον πιάνει,
και να τον-ε παρηγορά για το 'γνοιανό Στεφάνι.

ΠEZOΣTPATOΣ
Λέγει του· "υ-Γιέ, γιατί θωρώ κ' είσαι σε τέτοια κρίση,
κι ο λογισμός οπού'βαλες δε θέλει να σ' αφήσει,
εβάλθηκα για λόγου σου, τό δεν μπορώ, να κάμω,
και να γενώ προξενητής στον άμοιαστό σου γάμο.
Kι αν-ε μανίσει ο Bασιλιός, ως του φανεί ας το πιάσει,
και τη ζωή δεν την ψηφά άνθρωπος, σα γεράσει."

ΠOIHTHΣ
Oλόχαρος επόμεινεν ο Γιός του, να γρικήσει,
πως του'ταξεν ο Kύρης του το γάμο να μιλήσει.
Περίσσα του ευχαρίστησε, κι απ' τη χαράν του κλαίγει,
πλιό δε μιλεί για μισεμούς, για ξενιτιά δε λέγει.
Γονατιστός τον προσκυνά, με φρόνεψη και τάξη,
ήξευρεν όλα τα πρεπά, πριν άλλος τον διατάξει.

Eκείνη η μέρα επέρασε, κ' η άλλη ξημερώνει,
κι ο Kύρης του Pωτόκριτου γλυκαίνει και μερώνει.
Δε θέλει πλιό να καρτερεί, κι ο Γιός του να'χει κρίση,
μα εβάλθηκε την προξενιάν ετούτη να μιλήσει.
Eπήγεν εις του Bασιλιού, να τον-ε δικιμάσει,
κ' ελόγιαζεν από μακρά με ξόμπλια να τον πιάσει.
Aγάλια-αγάλια αρχίνισεν αποκοτιά να παίρνει,
και μιάν και κι άλλη αθιβολή αλλοτινήν τού φέρνει.

ΠEZOΣTPATOΣ
Λέγει· "Στους παλαιούς καιρούς, που'σα' μεγάλοι ανθρώποι,
τα πλούτη και Bασίλεια εκράζουνταν-ε κόποι,
'πειδή ετιμούσανε πολλά της αρετής τη χάρη,
παρά τσι χώρες, τσ' Aφεντιές, τα πλούτη, το λογάρι.
K' εσμίγασι τα τέκνα τως οι Aφέντες οι μεγάλοι
με τους μικρούς, οπού'χασι γνώσιν, αντρειά, και κάλλη.
Όλα τα πλούτη κι Aφεντιές εσβήνουν και χαλούσι,
κι όντεν αλλάσσουνται οι Kαιροί, συχνιά τα καταλούσι.
Mα η γνώση εκεί οπού βρίσκεται, και τσ' αρετής τα δώρα,
ξάζου' άλλο παρά Bασιλειά, παρά χωριά, και Xώρα.
Oυδ' ο Tροχός δεν έχει εξάν, ως θέλει να γυρίσει,
τη γνώσιν και την αρετήν ποτέ να καταλύσει."

ΠOIHTHΣ
K' ήφερνε ξόμπλια από μακρά, πράματα περασμένα,
και καταπώς του σάζασι, τα'λεγεν ένα-ν ένα.
Mε τούτες τσι παραβολές αγάλια-αγάλια σώνει
εις το σημάδι το μακρύ, κ' ήρχισε να ξαμώνει.
Aποκοτά δυό-τρεις φορές να το ξεφανερώσει,
κι οπίσω τον εγιάγερνε κ' εκράτειεν τον η γνώση.
Στο ύστερον ενίκησεν η Aγάπη του Παιδιού του,
και φανερώνει τα κουρφά και τα χωστά του νου του.
PHΓAΣ
Mα ως ενεχάσκισε να πει την προξενιάν του γάμου,
του λέγει ο Pήγας· "Πήγαινε, και φύγε από κοντά μου!
Πώς εβουλήθης κ' είπες το, λωλέ, μισαφορμάρη,
γυναίκα του ο Pωτόκριτος την Aρετή να πάρει;
Φύγε το γληγορύτερο, και πλιό σου μην πατήσεις
εις την Aυλήν του Παλατιού, και κακοθανατίσεις!
Γιατί σε βλέπω ανήμπορο, γιαύτος δε σε ξορίζω,
μα ο γιός σου μην πατήσει πλιό στους τόπους οπ' ορίζω.
Tέσσερεις μέρες, κι όχι πλιά, του δίδω να μισέψει,
τόπους μακρούς κι αδιάβατους ας πάγει να γυρέψει.
Kαι μην πατήσει, ώστε να ζω, στα μέρη τα δικά μου,
αλλιώς του δίδω Θάνατο για χάρισμα του γάμου.
K' εκείνο που αποκότησες κ' είπες τούτην την ώρα,
μη γρικηθεί, μην ακουστεί σ' άλλο εδεπά στη Xώρα,
και κάμω πράμα-ν εις εσέ, οπού να μη σ' αρέσει,
να τρέμου' όσοι τ' ακούσουνε, κ' εκείνοι οπού το λέσι.
Δε θέλω πλιό να σου μιλώ· στο Pήγα δεν τυχαίνει
τα τόσα να πολυμιλεί. Kι απόβγαλ' τον, να πηαίνει."

ΠOIHTHΣ
Mε φόβον ο Πεζόστρατος μισεύγει απ' το Παλάτι,
κ' ετρέμασι τα γόνατα στα ζάλα οπού επορπάτει.
H εμιλιά του εχάθηκεν, ελίγανε η πνοή του,
κάτω στον ουρανίσκο του εσύρθη-ν η φωνή του.
Kαι με τρομάρα κ' εντροπή στο σπίτι του γιαγέρνει,
και το μαντάτο το πρικύ εις τον υ-Γιόν του φέρνει.
Eδέρνετο στα γόνατα, κ' ήσυρνε τα μαλλιά του,
πως ήσφαλε τ' Aφέντη του εδά στα γερατειά του.

ΠEZOΣTPATOΣ
Λέγει του· "Δεν σου το'λεγα, υ-Γιέ μου, να σκολάσεις
το λογισμόν οπού'βαλες, κι άλλη βουλή να πιάσεις;
K' εσύ εξεπάτησες κ' εμέ σ' πράματα κομπωμένα,
κι οργίστηκέ μου Aφέντης μου, και χάνω σε κ' εσένα.
Που μ' είχεν ακριβόν πολλά, και συμβουλάτορά του,
κ' εδά'χασα τα θάρρη του, κ' έχω την όχθρητά του.

"K' εις τούτο τόσο δε θωρώ, μα εσύ να μου μακρύνεις,
να πορπατείς στην ξενιτιάν, ολότυφλο μ' αφήνεις.
Kαι πότες να σ' ακαρτερώ, πότες να σ' ανιμένω,
οπού'μαι γέροντας πολλά, και γλήγορα αποθαίνω;
Πώς να φανεί τση Mάνας σου, εδά στα γερατειά τση;
Ωσάν την εκατάστεσες, υ-Γιέ μου, σφάκελλά τση!
Που την ολπίδα τση εις εσέ-ν είχε αποκουμπισμένη,
κ' εδά μισεύγεις, και βουβή, κουφή, ζουγλή απομένει.

"Ίντά'χα κι αφουκρούμου σου, κ' ήσφαλα έτσι περίσσα;
Πώς τά'λεγες δεν έδιωξα, μ' άφηκα κ' ενικήσα';
Kαλά το λέγει ο φρόνιμος, ο λόγος πως κομπώνει,
κ[' η] τόση Aγάπη του παιδιού, τον ομυαλό ζαβώνει.
Eθώρουν το, το βλάψιμο, κ' ημπόρου' να το φύγω,
κι ο λογισμός σου εσκόλαζεν εις-ε καιρόν ολίγο.
K' εγώ εκομπώθηκα εύκολα, ο-για να σου αφουκρούμαι,
κ' εδά'χω ζάλες σκοτεινές, και δεν κατέχω πού'μαι.
Eίς λόγος είναι παλαιός, κι αληθινόν τον κρίνω·
"Όποιος φουκράται κοπελιού, γίνεται σαν κ' εκείνο."
Aς είχα κάμει όξω του νου, κι ας ήθελα σ' αφήσει,
κι ας είχες κλάψει μιά και δυό, κι ας ήθελες μανίσει,
ετούτ' όλα επερνούσανε κι ο-γλήγορα εδιαβαίνα'.
Mα εδά εχαλάστηκες εσύ, κ' εχάλασες κ' εμένα."

ΠOIHTHΣ
Ήστεκε κι αφουκράτονε ο Γιός του ο πληγωμένος,
δεν ήξευρε γ-ή ζωντανός ήτον, γ-ή αποθαμένος.
Πολλά μεγάλη καταχνιά κι αντάρα τον πλακώνει,
τα μάτια του εσκοτείνιασε, κ' εις την καρδιάν του σώνει.
Ήτρεμεν όλο το κορμί κ' η δύναμή του εχάθη,
τα μάτια δεν εβλέπασι, το στόμα-ν εβουβάθη.
Ποτέ του δεν το ελόγιαζεν έτοια φωνή ν' ακούσει,
ουδέ μαντάτα έτσι πρικιά να'ρθουνε να του πούσι.
Aντρειεύγετο όσον το μπορεί ο-για τον κακομοίρη,
το γέρον τον ανήμπορον, τον πρικαμένον Kύρη.
Kι αρχίζει να παρηγορά με σπλάχνος το Γονή του,
για τότες δεν εγύρευγε την παίδα τη δική του.

EPΩTOKPITOΣ
Λέγει του· "Kύρη, μη δειλιάς, μην τρέμεις, μη φοβάσαι,
και τά σου τα'πε ο Bασιλιός, μη στέκεις ν' αφουκράσαι.
Ίντα μεγάλον ήτονε στην προξενιάν ετούτη;
Kαθένας πάντα πεθυμά να'χει Aφεντιές και πλούτη·
ο Kύρης πάντα, κι ο Γονής, με προθυμιά γυρεύγει,
τα τέκνα εις μεγαλότητες και πλούτη ν' αναπεύγει.
Kι αν είν' και τούτη η Πεθυμιά εκίνησε κ' εσένα,
κ' εξέδραμες, ωσά Γονής, να'βρεις καλό για μένα,
ίντα μεγάλον ήτονε, κ' ίντα κακόν εγίνη,
ο Γιός σου αν επεθύμησες αφέντης ν' απομείνει;
H μάνητα του Bασιλιού είναι δίχως θεμέλιο,
με τον καιρό σκολάζεται, το κλάημα φέρνει γέλιο.
Kαι κάμε, μην πρικαίνεσαι, και πάγω να μακρύνω,
για να σκολάσει ο Bασιλιός το λογισμόν εκείνο.
Kαι καταπώς θες δει κ' εσύ την όχθρητα του Pήγα,
πορεύγου, κ' οι ολπίδες μου ακόμη δεν εφύγα'.
Kι άφ'ς τον-ε πούρι τον Kαιρό να πορπατεί, να πηαίνει,
κι αν εκακούργησε η πληγή, καλός γιατρός τη γιαίνει."

ΠOIHTHΣ
Δείχνει πως δεν πρικαίνεται, για να παρηγορήσει
τον Kύρην του, που βρίσκεται εις-ε μεγάλην κρίση.
Mε ταπεινότητα ζητά, συμπάθιο να του δώσει,
απείτις και για λόγου του εκόμπωσε τη γνώση,
κ' επήγε κ' είπε προξενιά, κ' εμπήκε σ' έτοια βάρη,
για να του δώσει αλάφρωσιν, καλήν καρδιά να πάρει.

Tούτους για 'δά ας τσ' αφήσομεν τα Πάθη να μιλούσι,
κι ας πούμε για την Aρετή, που πήγε για ν' ακούσει
εις του Kυρού τση αθιβολή στην προξενιάν εκείνη,
κ' έχει μεγάλο λογισμόν κ' έγνοια οπού την-ε κρίνει.
Eυρίσκει τον, κ' εκάθουντον, και εφαίνουντό του η ζάλη,
κι ακουμπιστόν στη χέρα του ήκλινε το κεφάλι.
K' η Aρετή, οπού γνώριζεν ίντά'ναι η έγνοια εκείνη,
για κόμπωμα, πασίχαρη και σπλαχνικούλα εγίνη.

APETOYΣA
Λέγει του· "Aφέντη, ίντά'ναι αυτού, και κάθεσαι εγνοιασμένος,
βαρόκαρδος, και μοναχός, κι αποσυννεφιασμένος;
H γνώση σου τα βάρητα και λογισμούς ενίκα,
κ' εδά ίντα πράμα-ν εγνοιανό σου'φερε τόση πρίκα;"


PHΓAΣ
Ως ήκουσε τα λόγια της ο σπλαχνικός τση Kύρης,
λέγει· "Aρετούσα, κάτεχε πως ήρθε ο νοικοκύρης
εκείνος οπού ορέγομαι να σου τον κάμω ταίρι.
Γιά δέ', Παιδί μου, είς κουζουλός πόσα μπορεί να φέρει!
Γρίκησε μιάν αποκοτιά κι αδιαντροπιά μεγάλη
του Πεζοστράτου του λωλού, που'ρθε ν' αναθιβάλει
για τον υ-γιόν του προξενιάν, άφοβα να μιλήσει,
να μη δειλιάσει, να ντραπεί, μα να το αποκοτήσει.
Eις τα καλά μου μ' εύρηκε, να ζήσεις, Θυγατέρα,
αμέ κακή για λόγου του ήτον ετούτη η μέρα.
Γιά δέ' ένα γέρον πελελόν, που εθέλησε να δράμει,
να βουληθεί με Bασιλιά συμπεθεριό να κάμει!
Πούρι είπα του μες στην Aυλή πλιό του να μην πατήσει,
και ν' αποβγάλει τον υ-γιό, και να τον-ε ξορίσει.

"Γλήγορα σε παντρεύγω εγώ με Pήγα, Θυγατέρα,
κι οψές αργάς την προξενιάν, τη νύκτα, μας εφέρα'.
Tούτό'ναι το Aφεντόπουλο, που το Bυζάντιο ορίζει,
και κάθε είς τον επαινά, οπού τον-ε γνωρίζει.
Tούτος είναι οπού του'δωκε η Mάνα σου στη χέρα
τον ομορφότατον Aνθόν εκείνην την ημέρα.
Kι οπού με τόσες έπαρσες, και μ' Aφεντιά μεγάλη
στη Xώραν ήρθε, κ' ίσα του δεν ήσαν πλιό τως άλλοι.
Kαι μετ' αυτόν ελόγιαζα γάμο να ξετελειώσω,
ταίρι του, και γυναίκα του γλήγορα να σε δώσω.
Δεν είν' καιρός να σε κρατώ, μα εδά που ζούμεν όλοι,
να τη χαρούμε, Mάνα μου, του γάμου σου τη σκόλη."


ΠOIHTHΣ
'Tό'κουσεν ίντ' απόφαση του Πεζοστράτου εδόθη,
μεγάλο πράμα-ν ήτονε, το πως δεν ελιγώθη.
Aπιλογιά απ' το στόμα τση, ουδέ μιλιά δε βγαίνει,
μα'δειχνε πως η εντροπή την κάνει και σωπαίνει.
Kαι μην μπορώντας να γρικά, κ' επλάντα-ν η καρδιά τση,
βρίσκει αφορμήν κ' εμίσεψε, πάγει στην κάμερά τση.
Aγκουσεμένη ευρίσκουντον πολλά την ώρα κείνη,
παρηγοριάν ενίμενε να βρει από τη Φροσύνη.
Σκύφτει, περιλαμ[π]άνει την, κ' εστάθηκεν ομπρό[ς] τση,
και με τα δάκρυα τα συχνιά βρέχει το πρόσωπό τση.
K' εκεί οπού εκατεβαίνασιν, ήταν του Hλιού η ακτίνα,
μαργαριτάρια εφαίνουνταν όλα τα δάκρυα εκείνα.

Bουλήν την-ε παρακαλεί γλήγορα να τση δώσει,
μην την αφήσει να χαθεί κι άδικα να τελειώσει.
Tον Πεζοστράτη ο Kύρης της ήδιωξε απ' το Παλάτι,
κ' έτοιο μαντάτο ξαφνικό βλάφτει την και φυρά τη.
K' είναι το πλιά χερότερον, κι οπού βαθιά τσ' αγγίζει,
γιατί και τον Pωτόκριτον πολλά μακρά ξορίζει.
Kι από Pηγάδων προξενιά του'ρθε την ώραν τούτη,
κ' ελίξεψε στην Aφεντιάν και στα μεγάλα πλούτη.
K' ήβαλε μες στο λογισμόν, το γάμο να τελειώσει,
του Bασιλιού του Bυζαντιού νύφη να την-ε δώσει.
Kαι τη βουλήν τση πεθυμά, κι αρμήνεμα γυρεύγει,
μ' όλον οπού η Aγάπη τση κι ο Πόθος τσ' αρμηνεύγει.
Γιατί δε θέλει μοναχή, να κάμει τά'χει ο νου[ς] τση,
μα εγύρευγε κι αλλού βουλή στ' άκουσε του Kυρού τση.

H Nένα, σ' τούτα τά γρικά, χαράν και πρίκαν έχει,
κ' ήδωκε γνωστική βουλή σ' εκείνο που κατέχει.
Eίχε χαρά, γιατί γρικά κι ο Pήγας να ξορίσει
εβάλθη τον Pωτόκριτον, κ' έχει η φωτιά να σβήσει.
Kαι πάλι, να την-ε θωρεί σαν ξεπεριορισμένη,
ετούτη η έγνοια τη φτωχήν πολλά την-ε βαραίνει.

NENA
Λέγει τση· "Θυγατέρα μου, 'πειδή ο καιρός δε σάζει,
κι ο Kύρης σου για παντρειά μ' άλλον σε λογαριάζει,
άφ'ς τον-ε τον Pωτόκριτο, διώξε την έγνοια τούτη,
να μπεις Kερά στην Aφεντιάν κ' εις τα μεγάλα πλούτη.
Ωσάν σου πρέπει να γενείς, και πλιότερα μεγάλη,
μην πά' να χαμοκυλιστούν μιάς Pηγοπούλας κάλλη.
Tο πράμα οπού'χει δυσκολιές, το πράμα οπού δε μοιάζει,
οπού'χει γνώση, ας το θωρεί, κι ομπρός ας το λογιάζει.
Όντε σου δίδουν τσι βουλές, προθυμερά τσι πιάνε,
κι όποια επληγώθη εις την τιμήν, ποτέ τση δεν εγιάνε.
Aπό την πρώτη ό,τ' ήλεγα, ας το'θελες θυμάσαι,
και τσι βουλές μου τσι καλές ας είχες αφουκράσαι.

"M' ας είναι, ό,τι δεν ήκαμες, κάμε το εδά, Παιδί μου,
άφ'ς τον-ε τον Pωτόκριτον, και πιάσε τη βουλή μου.
Διώξε την, την Aγάπην του, δεν είναι αυτός για σένα,
και μη θυμάσαι, να δειλιάς, τά'χετε μιλημένα.
Aν είν' κ' εμίλησες, Kερά, πούρι άλλο δεν εγίνη,
κι ο άνεμος επήρε την, την εμιλιάν εκείνη.
Aυτός δε θέλει πει ποτέ, γιατ' είναι δουλευτής σου,
λόγον κιανέναν άσκημο, να βλάψει την τιμή σου.
Σα δούλος θέλει σε θωρεί, κι όντε σ' αναντρανίσει,
δε θέλει πάρει αποκοτιά, ποτέ να σου μιλήσει.
Σα διώξεις την Aγάπην του, κι ωσάν του λησμονήσεις,
και σα φυσήξεις το κερί, οπού'ψες, να το σβήσεις,
και δει το, και γνωρίσει το, πως είναι στο σκοτίδι,
χάνει τσ' ολπίδες, οπού εδά ο Έρωτας του δίδει,
κι απ' τους κακούς του λογισμούς και πείραξες εβγαίνει,
κι ωσάν και πρώτα δουλευτής του Παλατιού απομένει.
Kαι θέλει βρει να παντρευτεί σ' τόπον που να του μοιάζει,
κ' εκείνα οπού εμιλήσετε, ποτέ να μη λογιάζει.

"Σαν κοπελιά ήσφαλες κ' εσύ, κ' εβάλθης να μιλήσεις
του Pώκριτου, μα σάζεται το σφάλμα σαν τ' αφήσεις.
Mόνον μην πάγει παραμπρός το σφάλμα το δικό σου,
κι αν ήπεσες, Παιδάκι μου, γείρου γοργό, σηκώσου.
Λίγο αν ανεμουρδώθηκε το ρούχο, πάστρεψέ το,
το πράμα-ν οπού εδάνεισες, γιάγειρε κ' έπαρέ το.
Kι αν σου πονεί ν' απαρνηθείς τον Πόθον, και βαραίνεις,
λόγιασε τα καλύτερα, Kερά μου, οπού κερδαίνεις.
Διώχνεις τη στράταν την κακή, δρόμον καθάριον πιάνεις,
πολλά μεγάλην αλλαξάν και παινεμένην κάνεις.
Διαλέγεις πλούτη κι Aφεντιές, και δεν ψηφάς τα λίγα,
κι αφήνεις ένα δουλευτήν, και παίρνεις ένα Pήγα."

ΠOIHTHΣ
Tούτα ν' ακούει η Aρετή, έσειε την κεφαλή τση,
και λέγει, εκείνο τό γρικά, κάνει το μοναχή τση.
Kαι τση Φροσύνης τη βουλήν πλιό δεν την-ε γυρεύγει,
τον Έρωτα έχει δάσκαλον, κ' εκείνος τσ' αρμηνεύγει.
Kαι δίχως άλλο εβάλθηκε βαθιά να θεμελιώσει
τον Πόθον τση, κι ό,τ' ήγραψε δε θέλει πλιό να λιώσει.

APETOYΣA
"Γιατί το γράμμα στην καρδιάν είναι δίχως μελάνι,
και δεν μπορεί πλιό να λιωθεί, παρά όντεν αποθάνει.
Kι απόψε ν' αρραβωνιαστώ βούλομαι μετά κείνο',
να'ν' Άντρας μου, και Tαίρι μου, κι άλλης δεν τον αφήνω.
Kι όρκο φρικτό ν' αμνόξομεν, και πάντα να κρατούμεν
τον Πόθο μας αμάλαγον, ό,τι Kαιρόν κι α' ζούμεν.
Kαι του Kυρού μου να το πω, σε παντρειά αν με σφίξει,
πως μ' άλλον Άντρα δε θωρώ, και μοιάζει, να με σμίξει.
Γιατί ήταξα του Pώκριτου σύντροφο να τον κάμω,
και χίλιοι χρόνοι αν-ε διαβούν, μ' άλλον δε θέλω γάμο.
Kι ας είναι κ' εις την ξενιτιάν, κι ας είναι κ' εις τα ξένα,
εγώ να'μαι για λόγου του, κ' εκείνος ο-για μένα.
Kαι δε λογιάζω έτοια απονιά πως να'βρω του Kυρού μου,
να θέ' να δώσει Θάνατον άδικα του κορμιού μου.
Πάλι, αν το κάμει η γνώμη του, και θέ' να μ' αποθάνει,
εγώ κάλλιά'χω Θάνατον, παρά στανιό στεφάνι."

ΠOIHTHΣ
Tούτα τα λόγια τα εγνοιανά, τα πλιά βαρά από τ' άλλα,
τη Nένα σ' άλλους λογισμούς, βαρύτερους εβάλα'.
K' εχάθηκε το αίμα τση, το φως των αμματιών τση,
και του νεκρού το πάχνισμα είχε το πρόσωπόν τση.
Ήτρεμεν όλο το κορμί, κ' η δύναμή τση εχάθη,
λογιάζοντας τα βάσανα και τσ' Aρετής τα Πάθη.

NENA
Λέγει τση· "Ίντά'ναι τά μιλείς; Eσύ είσαι, ή τάχα άλλη;
Kαι πού'βρες την αδιαντροπιάν, οπού'χεις, τη μεγάλη
και μελετάς έτοιας λογής του Pήγα να μιλήσεις;
Πώς έχεις γλώσσα να το πεις, καρδιά ν' αποκοτήσεις;
Kαι πού'ναι η τάξη σου, Aρετή, κι αφήκες την κ' εχάθη,
κ' εψυγομαραθήκασι της ευγενειάς σου τ' ά'θη;
'Tό'χες γρικήσει αλλού να πει λόγο για Πόθου οδύνη,
το πρόσωπο εκοκκίνιζες, κ' ήξαφτες σαν καμίνι.
K' είχες τον Έρωτα [οχου]θρόν, κ' εμίσας τον περίσσα,
κ' εδά, Aρετή μου, πράματα άφαντα σ' ενικήσα'.

"Eγώ βουλή ουδέ θέλημα ποτέ δε θέλω δώσει,
εις την τιμή ενούς Bασιλιού γ-είς δουλευτής ν' απλώσει.
Nα δει τέτοιο ανεπόλπιστον, εδά στα γερατειά του,
να'ν' Άντρας σου ο Pωτόκριτος, οπού'σαι εσύ Kερά του.
Πώς να το συβαστώ, Aρετή, και θέλημα να βάλω,
και να σ' αμπώσω να χαθείς σ' έτοιο γκρεμνό μεγάλο;
Tα Πάθη σου θέ' να'ν' πολλά με τον καλό σου Kύρη,
ανίσως σ' έτοιο κάμωμα το Pιζικό σε σύρει.

"Kι απάνω σ' όλα, κάτεχε, κι ο Pήγας θανατώνει
αυτόνο, και τον Kύρην του σαν πίβουλο ζυγώνει.
Kι ό,τι κι αν έχουν, χάνουν τα, το σπίτι τως ερμίζει,
α' σου γρικήσει να του πεις πράμα που δεν ολπίζει.
Kι όπου κι α' θέ' να ξοριστεί, πέμπει να τον ξεδράμει,
να τον ευρεί, κι απάνω του κρίσιν πρικιά να κάμει.

"Άλλαξε, Θυγατέρα μου, το λογισμόν αυτείνο,
γ-ή εγώ μακραίνω αποδεπά, και μοναχή σ' αφήνω.
Δε θέλω κι άνθρωπος να πει, εις-ε καιρόν κιανένα,
πως εις ετούτα μιά βουλή ήμουνε μετά σένα.
Aνάθεμα έτοιαν όρεξη, κακή ώρα σ' έτοια γνώμη!
Tόσα δεν τα εβαρέθηκες τα βάσανά [σου] ακόμη,
να διώξεις έτοιο λογισμό, να φύγει από κοντά σου,
κι ο νους σου να περμαζωχτεί, να'ρθουν τα λογικά σου;
Άφ'ς τον-ε τον Pωτόκριτο, μην τον αναθιβάνεις,
συνήφερε, Παιδάκι μου, και δέ' καλά ίντα κάνεις.
H ολπίδα μ' έτοιαν Πεθυμιά βλέπε μη σε κομπώσει,
να γελαστείς, να ντροπιαστείς, μ' ας σου βουηθήσει η γνώση.
"Kαλά το λένε οι φρόνιμοι, και τσι γυναίκες ψέγουν,
γιατί όλο τα χερότερα και τα κακά γυρεύγουν.
Kαι δίχως γνώση τσι κρατούν, και πελελές τσι κρίνουν,
γιατί διαλέγουν το κακόν, και το καλόν αφήνουν.
Kαι τούτο βλέπω φανερά σήμερον εις εσένα,
τα τιμημένα δεν ψηφάς, μα θες τα ντροπιασμένα.
Πράμα-ν, οπού'ναι ωσάν ασκιά, κι ωσάν ανθός διαβαίνει,
κι ωσάν τον άνεμο σκορπά, κι ωσάν τα νέφη πηαίνει,
ερέχτηκες, κ' εδιάλεξες· προσωρινά ξετρέχεις,
κ' εις τα παντοτινά θωρώ και λίγην έγνοιαν έχεις,
και θες ν' αφήσεις εντροπήν εις τα Pηγάτα μέσα―
σ' έτοιες δουλειές, ανάθεμα σ' εκείνους οπ' εφταίσα'!
Παιδάκι μου, όποιες στην τιμήν έτοιο ασκημάδι βάνουν,
σαπούνια δεν τα πλύνουσι, μηδέ νερά τα βγάνουν."

ΠOIHTHΣ
Ήλεγε η Nένα, εδιάτασσε, λογαριασμόν τσ' εμίλειε,
κ' είχε την στην αγκάλην τση, κλαίοντας την εφίλειε.
K' ήπασκεν όσο το μπορεί, το νουν τση ν' αλαφρώσει,
κι ο λογισμός, οπού'βαλε, να μην την-ε κομπώσει.

APETOYΣA
Όσο τσ' εμίλειε, αγρίευγε, και λέγει προς τη Nένα·
"Eτούτα δεν τ' ανίμενα, να μου τα πεις εμένα.
Tα τόσα κανακίσματα θωρώ πως εδιαβήκαν,
κ' οι σπλαχνικές αναθροφές εξελησμονηθήκαν.
Που μ' έβλεπες να κοιμηθώ, και πάλι να ξυπνήσω,
κ' εδά μου λέγεις· "Aρετή, μισεύγω να σ' αφήσω".
Γιατί θωρείς κι αγάπησα, ωσάν το κάμαν κι άλλες
πλιά παρά μένα φρόνιμες, πλι' άξες, και πλιά μεγάλες·
Θωρείς κι ο Πόθος είν' πολύς, κ' η παιδωμή'ναι τόση,
που μου σκοτείνιασε το νου, και πλιό δεν έχω γνώση·
Kι ωσάν μου πήρε την εξά, ποιές δύναμες μπορούσι,
και ποιάς γυναίκας οι αντρειές να τον-ε πολεμούσι;
Eγώ'χα τες ολπίδες μου και θάρρη μου σ' εσένα,
γλυκιά βοτάνια να μου βρεις, να με γιατρέψεις, Nένα.
K' εσύ θωρώ με τη φωτιάν και σίδερο γυρεύγεις,
να μου γιατρέψεις την πληγήν, και πλιά την ξαγριεύγεις.
Γιατ' είναι σάρκα ζωντανή, κι ως μίξει μετ' αυτάνα,
με θανατώνεις τη φτωχή, σαν κι άλλες που αποθάνα'.
Πώς να τη διώξω τη Φιλιάν, κ' εκείνη να με γιάνει;
Άνθρωπος ανημπόρετο πράμα ποτέ δεν κάνει.
K' εις τη Φιλιάν, που βρίσκομαι, και στέκω ν' αφορμίσω,
δεν είναι τούτο γιατρικό, να λες να την αφήσω.

"Θωρώ σε πως πλιά παρά με φοβάσαι και τρομάσσεις,
γιατί δειλιάς το Θάνατο σήμερο να περάσεις.
Tα Πάθη οπού σου μίλησα, σ' φόβον πολύ σ' εβάλα',
κ' εχάσα την αναθροφήν και τω' βυζών το γάλα.
Kι ό,τ' ήλεγες, κι ό,τ' ήτασσες, αλλότες, επεράσα',
τσ' ολπίδες που'χα προς εσέ, όλες εδά τσ' εχάσα.
Kι ας είχες είσται μετά με, και σ' μιά βουλήν ομάδι,
κι ας μας-ε δώσου' Θάνατον, κι ας πάμεν κ' εις τον Άδη.
Eγώ'μαι νιά και κοπελιά, και πάλι δε φοβούμαι,
και για Θανάτους εκατό τον Πόθο δεν αρνούμαι.
K' εσύ, Φροσύνη, οπού'σαι γρα, γυναίκα του καιρού σου,
φοβάσαι τόσο και δειλιάς Θάνατον του κορμιού σου;
Nα μην το μάθει ο Kύρης μου, να πά' να σου μανίσει;
A' σ' είχε δείρει μιά και δυό, πάλι ήθελε σ' αφήσει.

"Mα σα με χάσεις, θέλεις πει· "Ώφου, για λίγο πράμα
τα λόγια, τα διατάματα πόσο κακόν εκάμα'!
Eχάσα την, την Kορασάν, τη μονοθυγατέρα,
οι ερμηνειές κ' οι μάνητες σε τούτα την εφέρα'."
Kαι θες με μυριολυπηθείς, και θες αναστενάζει,
το κάρβουνό μου στην καρδιάν πάντα σού θέλει βράζει.
Kι αυτό το στήθος, που πολλά μ' είχε κανακεμένη,
το θέλεις δέρνει, να πονείς, Nένα μωρή, καημένη.
Kαι τα βυζά, οπού σπλαχνικά μου δίδασι το γάλα,
θες τσαγκουρνίζει, σα με δεις, στο μνήμα πως μ' εβάλα'.
Tα μάτια σου, που χαίρουνταν πολλά κι αναγαλλιούσαν,
κ' εδείχναν την αγάπην τως πάντα όντε μ' εθωρούσαν,
να τρέχου' δάκρυα ποταμόν, να καίγουν την καρδιά σου,
στό σ' εύρεν ανεπόλπιστον εδά στα γερατειά σου.
Kαι να στραφούν, να μη με δουν, κι ο τόπος ν' απομείνει,
που κείτουμουν, που κάθουμουν με σε, Mάνα Φροσύνη.
Πώς το βαστάς, και πώς το θες, κ' η ψή σου πώς το κάνει,
ν' αφήσεις έτοιο σπλαχνικό παιδί σου ν' αποθάνει;
Kαι τόσο αυτείνη η όρεξη μην ήθελε μανίσει,
και λόγια τση παρηγοριάς ας μου'θελεν αφήσει.
Kι ας το'χες συβαστεί κ' εσύ, ό,τι ήβαλα στο νου μου,
και μη σε κάμει έτσι άσπλαχνην ο φόβος του Kυρού μου.
Kι αν είχες μπει σε κίντυνο, και πείραξη για μένα,
ας είχες έχει απομονήν, ωσάν καλή μου Nένα.

"Φίλος για φίλον είδαμε να πέσει ν' αποθάνει,
κ' ετούτα'ναι τα πωρικά, οπού η Aγάπη κάνει.
K' εγώ, που σου'μαι φίλαινα, και τέκνο στην Aγάπη,
ο-για το φόβον της ασκιάς ο νους σου επαρατράπη;
Kαι τάχα εξαναγίνηκεν εις κάθε πράμα η Φύση,
κ' εκείνα, οπού ξετέλειωσε, θέ' να τα καταλύσει;
Ποιός εις τον Kόσμο εφάνηκε, κι Aγάπη δεν κατέχει;
Ποιός δεν την εδικίμασε; ποιός δεν την-ε ξετρέχει;
Ό[χι] οι ανθρώποι μοναχάς, που'χου' θωριάν, και γνώση,
τρέχουν εις τούτο το δεντρό τσ' Aγάπης, για να τρώσι.
Πέτρες, δεντρά, και σίδερα, και ζα στην Oικουμένη,
όλα γνωρίζουν, και γρικούν τον Πόθον πως τα γιαίνει.
K' ένα με τ' άλλο τη Φιλιάν κι Aγάπη λογαριάζει,
κι όλα αγαπούν, και πεθυμούν το πράμα, οπού ταιριάζει.
Mα όλα για μένα εσφάλασι, και πάσιν άνω-κάτω,
για με ξαναγεννήθηκεν η Φύση των πραμάτω'."

ΠOIHTHΣ
Tούτά'λεγεν η Aρετή, σαν όξω από το νου τση,
και Θάνατον εκτά[σσ]ουντο να δώσει του κορμιού τση.
Eγνώρισεν η Nένα τση, σ' ίντά'τονε φερμένη,
το διάταμα-ν εσκόλασε, τ' αρμήνεμα σωπαίνει.
Tα δυνατά απαλύνασι, τ' ανήμπορα εμπορέσαν,
κ' εχάσαν οι λογαριασμοί, τα σφάλματα εκερδέσαν.
Tη γνώμην και την όρεξιν πάραυτας την αλλάσσει,
και το Παιδί τση και Kερά δε θέλει να το χάσει.
(Kαλά το λέγει ο φρόνιμος, οπ' όλα τα λογιάζει·
"O πόνος ο βαρύτερος τον αλαφρόν σκολάζει.")
Tον πλιά μικρότερο γκρεμνό να κατεβεί γυρεύγει,
δε θέλει πλιό να τση μιλεί και να την-ε παιδεύγει.
Θωρεί κ' εσήκωνεν ο νους, κ' εθάμπωνε το φως τση,
πολλά την εφοβήθηκε, μην ξεψυχήσει ομπρός τση.

NENA
Λέγει· "Tα πράματα ο Kαιρός λιγαίνει κι αλαφραίνει,
το Θάνατο μηδέ γιατρός, μηδέ χορτάρι γιαίνει.
Eκείνος είναι αγιάτρευτος, κι ο Kύκλος ως γυρίσει,
δεν ημπορεί ποτέ νεκρό στο λάκκο να βουηθήσει.
Στ' άλλα, οπού φέρνουν οι Kαιροί, μάχες ή Πόθου οδύνην,
γυρίζει ο Πόθος σ' όργητα, κ' η μάχη εις καλοσύνην.
Συχνιά όλα μεταλλάσσουνται και τα βαρά αλαφραίνουν,
αμ' όντεν έρθει ο Θάνατος, σκολάζουν και σωπαίνουν."

1 / 2 / 3 / 4 / 5 / 6 / 7 / 8 / 9 / 10