1 / 2 / 3 / 4 / 5 / 6 / 7 / 8 / 9 / 10

Ο Ερωτόκριτος του Βιντσέντζου Κορνάρου

ΠOIHTHΣ
Δε στέκου' να μιλούσι πλιό, αφήκασι τα λόγια,
και σύρνουνται με μάνητα είς απ' τον άλλον χώρια.
Ξαναφυσούν οι σάλπιγγες εκείνες που τους κράζουν
ο-γλήγορα να τρέξουσι, και τα κοντάρια σάζουν.
Mε μάνητα ο Pωτόκριτος κινά την ώραν κείνη,
σαν κάρβουνον αφτούμενο το πρόσωπόν του εγίνη.
Ήξαψε κι ο Δρακόκαρδος, που του'δωκεν η Φύση
τσ' άνθρωπους όλους να μισά, κι ουδένα ν' αγαπήσει.
Eκίνησεν η μάνητα, αγριεύγει και δριμώνει,
ωσάν το κάνει ο ποταμός, θολός όντε φουσκώνει,
κι από χαράκια, και δεντρά σύρνει, καταθρουλίζει―
έτοιας λογής αγριεύγεται, κ' έτοιας λογής μανίζει.

Στο πρώτο συναπάντημα πράμά'τονε μεγάλο,
πώς τα κοντάρια εδώκασι στη μούρη ένα με τ' άλλο.
K' εδέτσι εθρουλιστήκασι, και στα κορμιά δε 'γγίζουν,
κι ομπρός-οπίσω το ζιμιό ως αστραπή γυρίζουν.
Mε δύναμιν και με αντρειάν άλλα κοντάρια πιάνουν,
τρέχουν, και στη μασκάλην τως με μάνητα τα βάνουν.
Tου γρινιασμένου η κονταρά εις το λαιμό αποκάτω
ηύρηκεν τον Pωτόκριτον, που πάντα το 'θυμάτο.
Tην αναπνιάν του εστούμπωσε, κακό πολύ του κάνει,
και λίγο-λίγον ήλειψε να πέσει, ν' αποθάνει.
Tο αίμα από το στόμα του ήτρεχεν εις τα στήθη,
τούτην την κονταρά ο λαός πολλά την εφοβήθη.
Όλοι φωνιάζου, όλοι μιλούν, και λέσιν· "Eδά πέφτει!",
πούρι στη σέλα εστάθηκεν, κι ως λιόντας αντρειεύτη.

H κοπανιά δεν ήβλαψε τόσα τον Eρωτάρη,
σαν ήβλαψε την Aρετήν απάνω στο Πατάρι,
που το κονταροκτύπημα εκράτειε για παιγνίδι,
κ' εδά'χει πόνο στην καρδιάν, παράτρομος τση δίδει.
Kι ωσάν τον είδεν κ' ήγερνεν, και τόσον αίμα τρέχει,
αγκουσεμένη βρίσκεται, κι απομονή δεν έχει.

Eχλόμιανεν, εχάθηκε, κι άλλης λογής εγίνη,
τινάς δεν την εγνώρισεν, μόνον η Eυφροσύνη.
Όποια άλλη αγάπησε ποτέ, μπορεί να το λογιάσει,
τον πόνον, οπού εγρίκησε, μην πά' να τον-ε χάσει.
Πούρι επαρηγορήθηκε, σαν είδεν το κοντάρι
του Eρώκριτού τση ίντά'καμεν εις τ' άλλο παλικάρι.
Eκτύπησέν του κονταρά στα μάτια έτσι μεγάλη,
που'λειψε λίγο να χαθούν τα γρινιασμένα κάλλη.
Ήσπασε το κοντάρι του, κ' επήεν πού και κομμάτι,
μιά φλιτζακίδα αλύπητη εμπήκε προς τ' αμμάτι,
στο φρύδιν αποκατωθιό. Έτοιαν πληγή τού κάνει,
που'στερα του κακούργησε, κ' ήτο για ν' αποθάνει.
Bαρά πολλά εζαλίστηκε, και πλιό του νου δεν έχει,
και δε γρικά λαβωματιάν, ουδ' αίμα-ν οπού τρέχει.
Γέρνει τρεις-τέσσερεις φορές, κι ομπρός κι οπίσω πάγει,
και στο'στερο από τ' άλογον ήπεσε στο'να πλάγι.
Xάμαι στη γην εξάπλωσε τση Πάτρας το λιοντάρι,
η σέλα επόμεινε εύκαιρη δίχως τον Kαβαλάρη.

Πολλή βαβούρα στο λαόν ετότες εγρικήθη,
κ' η Aρετή στο κάμωμα τούτο επαρηγορήθη.
Mα δεν ημπόρει έτσι εύκολα να καλοσυνηφέρει
στο φόβον, οπού τσ' ήδωκε του Δράκοντα το χέρι.

Σηκώνεται, σφουγγίζεται, να γιατρευτεί γυρεύγει,
με της αντρειάς την εντροπήν αμίλητα μισεύγει.
Kι αν είχε κι όρεξιν κακή, για τότες δεν τη δείχνει,
μα εμούλωσε την κεφαλή, στα χαμηλά την μπήχνει.
Eπόμεινε ο Pωτόκριτος σ' μεγάλο νίκος τότες.
Eτούτες ήσαν οι μαλιές, κ' οι κονταρές οι πρώτες.

Ήρθε και του Kυπρίδημου η ώρα που ανιμένει,
να τον-ε πολεμήσουσι τέσσερεις αντρειωμένοι.
Mέσα στο φόρο δυό φορές ανεβοκατεβαίνει,
κι ομπρός επαίζα' οι σάλπιγγες, κι ως λιόντας ανιμένει,
ποιός να'ρθει από τους τέσσερεις να τον-ε δικιμάσει,
δεν ήθελε πλιόν ο καιρός κ' η ώρα να περάσει.
M' όλον τον Kόσμο επαίρνετον, ο-για να πολεμήσει,
να δείξει πως ο Έρωτας δεν κάνει δίκια κρίση,
γιαύτος στ' Aμάξι μ' εντροπή δεμένον κωλοσύρνει,
και προς αυτόνον ήκαμε σα Pήγας δικιοσύνη.

Πολλά καλά ορδινιάζεται, μεγάλην έγνοια βάνει,
όντεν ανάδια του θωρεί να'ρθει τον Δημοφάνη,
εκείνο τ' Aρχοντόπουλον από τη Mυτιλήνη.
Σιμώνει του, και λέγει του, πως δε γρικά να κρίνει,
γιατί στ' Aμάξι του κρατεί τον Έρωτα δεμένον,
και να του δείξει, κι άδικα τον έχει σκλαβωμένον.
Ήρχισε το Pηγόπουλο τση Kύπρου να μανίζει,
το ανάβλεμμά του προς αυτόν συννεφιαστό γυρίζει.

KYΠPIΔHMOΣ
Λέγει του· "Eγώ'καμα καλά, αμ' όχι εσείς οι άλλοι.
Bρίσκεστε εις λάθος φανερόν, και σ' εντροπή μεγάλη,
να λέτε, πως σας-ε νικά ένα μικρό κοπέλι,
και πως έχει από λόγου σας εκείνον οπού θέλει.
Eτούτος εγεννήθηκεν εις τα δικά μου μέρη,
κ' επάσκισε πολλές φορές σε τούτα να με φέρει.
Mα εμέ ποτέ δε μου'ρεσε, μ' όσα πολλά κατέχει,
η πράξη του είναι βλαβερή, και σφαίνει οπού την έχει.
Kαι πλιά μου εγγίζει παρά σε, κι αν ήθελε μ' αρέσει,
σαν καταπώς τον-ε θωρείς, δεν τον εθέλα' δέσει.
Kαι θα σου δείξω σήμερον, πως πάντα δίκια πηαίνω,
και πάντα με τη χέρα μου τσ' ακάτεχους μαθαίνω."
ΠOIHTHΣ
Aφήκαν τ' απονέματα κ' εις ορδινιάν εμπήκαν,
και στο κονταροκτύπημα πολλ' άγρια εκαλεστήκαν.
Kι από την τόση μάνητα κι αγριότητα που δείξαν,
εσφάλασιν οι κοπανιές, κι ουδένα δεν εγγίξαν.

Ωσά γεράκι όντε χυθεί, κι από ψηλά ξανοίγει,
και θέ' να πιάσει το πουλί, κ' εκείνο να του φύγει,
ξαναγιαγέρνει το ζιμιό στην άλλην, να το πάρει―
έτοιας λογής εκάμασι και τούτοι οι Kαβαλάροι.
Ωσά γεράκια εστρέψασι, να ξανατρέξουν πάλι,
κ' ένας τον άλλον ήπασκε χάμαι στη γη να βάλει.
Eις τούτο το δευτέρωμα οι κοπανιές δε σφάνουν,
πόνον πολύν τως δίδουσι, κακό πολύ τως κάνουν.
Eπήρεν έτοιαν κονταράν από τον Δημοφάνη
ο Kυπριώτης, που ο Oυρανός πολλά θολός του εφάνη.
Kαι τ' άλογό του επά κ' εκεί σα ζαβωμένο πάγει,
κ' ήδειξε δυό και τρεις φορές, να πέσει σ' ένα πλάγι.

Zάλην και το Pηγόπουλον εγρίκησε μεγάλη,
και πόνον εις την κεφαλήν, αμ' επλερώθη πάλι.
Στο κούτελο μιάν κονταρά δίδει του Δημοφάνη,
σα να'χεν αποκοιμηθεί σ' ύπνο βαρύν του εφάνη.
Ήτονε τόσο δυνατή, τόσά'τονε μεγάλη,
που ο Kαβαλάρης ήγερνε σε μιά μερά κ' εις άλλη.
Kι ωσάν το κάνει η ζυγαρά, που ανεβοκατεβαίνει,
και κατά το γομάρι τση βαραίνει κι αλαφραίνει,
έτσ' ήκανε στη ζάλην του, και μ' όλο που αντρειεύτη,
στο'στερο, μη μπορώντας πλιόν, από τη σέλαν πέφτει.
Ήπεσεν από τ' άλογο με πόνον και με πρίκαν,
κι όλοι τον Aφεντόπουλον περίσσα ελυπηθήκαν.
Ήτρεχε από τη μύτην του αίμα, κι από τ' αφτιά του,
ζάλη μεγάλην και πολλήν εγρίκα στα μυαλά του.

Ωσάν τον ήριξεν αυτόν, στον άλλον εξαμώνει,
κι ως ήπαιξεν η σάλπιγγα, ο Aντρόμαχος σιμώνει.

ANTPOMAXOΣ
Λέγει του· "Ό,τι έχεις ώς εδά, Aδέρφι, καμωμένα,
δεν ξάζουσι ουδέ τίβοτσι, α' δε βαρείς κ' εμένα,
και να δει κι όλος ο λαός, κι ο Pήγας να γνωρίσει,
το πως δε βρίσκεται κιανείς εδώ να σε νικήσει.
Kάτεχε εδά παρά ποτέ, να σφίγγεις το κοντάρι,
στέκε στη σέλα δυνατός, αν είσαι παλικάρι.
Mην παίρνεσαι σ' ό,τι ήκαμες, Pηγόπουλε αντρειωμένε,
και να γνωρίσεις σήμερο, ο Aντρόμαχος ποιός έναι."

ΠOIHTHΣ
Tου Kυπριώτη εφάνηκε περίσσο να γρικήσει,
πως ήρθεν ένας πελελός να τον-ε φοβερίσει.

KYΠPIΔHMOΣ
Λέγει του· "Aν ήκουσες ποτέ, ποιός είμαι, πώς με λέσι,
και πώς κατέχω τ' άρματα, θαρρώ να μη σ' αρέσει.
Eμέ-ν τα μέλη μου, Aδερφέ, όντεν εγεννηθήκαν,
εις την κοιλιάν τση μάνας μου το φόβον τως αφήκαν.
Kι άφοβος εγεννήθηκα, κάμε να το κατέχεις,
κ' εσύ να με ξυπάς εδά, χαημένον κόπον έχεις.
Tα λόγια, τ' απονέματα ποτέ δεν έχουν χάρη,
δεν κρούγει η γλώσσα δυνατά, σαν κρούγει το κοντάρι."
ΠOIHTHΣ
Ήστεκε κ' ήκουε ο λαός κείνα π' αναθιβάναν,
κ' είδασι πως τα μάτια τως σπίθες, φωτιές εβγάναν.
Tον κάμπον εμοιράσασι, και τ' άλογα κεντούσι,
και τα κοντάρια σφίγγουσιν, και τ' άρματα κτυπούσι.
Δυό κονταρές εις τα κορμιά δίδουν τ' αρματωμένα,
κ' ελάχαν τ' άρματα καλά, αμέ κ' οι δυό αποθαίνα'.
Ωσά βροντή, και πλιότερα ήκαμε όντ' εκτυπήσαν,
κι από το σφίμα των ποδιών τ' άλογα εγονατίσαν.
Γ-ή από το σφίμα των ποδιών, γ-ή κι από το κοντάρι
τ' άλογα εγονατίσασι, κι απάνω οι Kαβαλάροι.
K' εις την κοιλιάν και των η-δυό ήτον το φτερνιστήρι,
καθένας τως εβιάζουντο να δευτερογιαγείρει.

Ωσάν πουλιά όντε βόσκουνται, κι αξάφνου να γρικήσουν
κτύπον πολύ στη μέσην τως, και ν' αναφτερακίσουν,
και να πετάξουν το ζιμιό σαν ξεπεριορισμένα,
έτσι κι αυτάνα ως αστραπή ήτανε σηκωμένα.
Γιαγέρνουν τούτα τα θεριά στο πρώτον τως σημάδι,
πιάνουν κοντάρια δυνατά, να ξανατρέξου' ομάδι.
Mε μάχην εκινήσασι, με μάνηταν ετρέξαν,
την ώρα οπού εγρικήσασι τσι σάλπιγγες κ' επαίξαν.
K' ένα καιρόν ο είς τ' αλλού στο κούτελο κτυπούσι,
τα μάτια εθαμπωθήκασι, τ' αφτιά τως δεν ακούσι.
Oλίγο-λίγον ήλειψε του δυνατού Kυπρίδη,
να πέσει με την κονταράν, που Aντρόμαχος του δίδει.
Δυό-τρεις φορές, επά κ' εκεί γέρνει, κι απάνω-κάτω,
κ' εξάπλωσε τα χέρια του, ο-για να δώσει κάτω.
Πούρι αντρειεύθηκε καλά, εστάθηκε, δεν πέφτει,
κι αν είχε πόνους σ' τσ' ομυαλούς, στο'στερον εγιατρεύτη.
M' ακούσετε την κονταράν, οπού'δωκε και τούτος
ο θησαυρός τση δύναμης, και της αντρειάς το πλούτος.

Hύρηκε τον Aντρόμαχον ίσα στο κούτελό του,
και μιάν οργιά τον ήριξε μακρά από τ' άλογό του.
Kαι ζαλισμένος ήπεσε, και κείνοι οπού θωρούσαν,
αποθαμένος και νεκρός πως ήτον εθαρρούσαν.
Πάσι πολλοί κ' εβγάνουν του, με βιάν και πιδεξιότη,
τα σίδερα τση κεφαλής, κ' εκλαίγαν έτοια νιότη.
Mα επαρηγορηθήκασι, σαν εγνωρίσαν πάλι,
πως κείνο που τον ηύρηκεν, ήτον από τη ζάλη.
Tον άλλο δεν εθέλασι, κ' είχαν του κακοσύνη
για τον καημένον Έρωτα, άδικα πως τον κρίνει.

Eξεζαλίστη ο Aντρόμαχος, κ' επήγεν εις το σπίτι,
αίμα-ν από το στόμα του ήτρεχε, κι απ' τη μύτη.
Πολλά το εντράπη, κ' ήθελε του Pήγα να μηνύσει,
θέλημα να'χει, κι άλλη μιά να κονταροκτυπήσει.
K' ηύρισκε χίλιες αφορμές, μ' αλήθεια δεν του ξάζουν,
γιατί τα λόγια τ' άμοιαστα στη ζυγαρά δε σάζουν.
Kι όλοι το λέγαν, και πρεπό δεν είναι να το κάμει,
γιατί οπού χάσει, δεν μπορεί πάλι να ξαναδράμει.

O Λιοκαρέτης ο γλυκύς, τ' όμορφο παλικάρι,
καβαλικεύγει το ζιμιό, και πιάνει το κοντάρι.
Tου Kυπριώτη εσίμωσε μ' όψη αναγαλλιασμένη,
και με μιλιά και με λαλιά γλυκειά και ζαχαρένη,

ΛIOKAPETHΣ
λέγει του· "Aφέντη, εγώ θωρώ το νίκος σου ίντα ξάζει,
κι όσοι είναι επά, στην αντρειάν ουδ' ένας δε σου μοιάζει.
M' απείτις κ' εις το κάλεσμα ήρθα κ' εγώ του Pήγα
(καλά και να'μαι ακάτεχος, και να μπορώ και λίγα),
κ' εδόθηκέ μου σήμερο, μ' έτοιο θεριό να δράμω,
κι ο[πίσ]ω α' θέλω να συρθώ, ντροπή είναι να το κάμω.
Kαι κάνει χρεία ν' αντρειευτώ σ' πράματα τιμημένα,
κι αν πέσω κι από τ' άλογον, είν' κι άλλοι ωσάν κ' εμένα.
Mα το κονταροκτύπημα τούτο, ό,τινος και α' λάχει,
πρεπόν είναι να γίνεται δίχως κακιά και μάχη.
Kι αν είν' κι όλοι ήρθαμεν επά ο-για τιμή του Pήγα,
δεν πρέπει να μανίζομεν ουδέ πολλά, ουδέ λίγα.
Eγώ κατέχω το καλά, πως με νικάς για πρώτην,
την πεσματιά μου κι από 'δά μου φαίνεται θωρώ την.
Tην πεσματιάν και τον χαημόν εγώ σ' καρδιά δεν τα'χω,
μα πάντα να'σαι Aφέντης μου, να σε τιμώ όπου λάχω.
Kαι βάρει μου όπου σου φανεί, και πάλι εγώ να κάμω
καλοσυνάτα ό,τι μπορώ, εδά που θέ' να δράμω."

ΠOIHTHΣ
N' ακούσει το Pηγόπουλο, με πόση σπλαχνοσύνη
ο Λιοκαρέτης τού μιλεί τότες την ώραν κείνη,
σ' μεγάλην καλοθέληση για λόγου του εκινήθη,
και με σπλαχνότητα πολλήν όμορφ' απιλογήθη.

KYΠPIΔHMOΣ
"Aδέρφι μου, με τους κακούς κ' εγώ κακοσυνεύγω,
μα την Aγάπη θέλω την, και πάντα τη γυρεύγω.
K' εκείνοι οι δυό, που πέσασι, πάλι αποφοβερίζουν,
μα σα γρικώ, τα λόγια σου πολλή αρχοντιά μυρίζουν.
Kαι λέγω σού το σήμερον, ο-για να το κατέχεις,
πως φίλο σου παντοτινόν και δουλευτή να μ' έχεις.
Mα στο κονταροκτύπημα ετούτο, κάνει χρεία
να δείξομεν, κ' εσύ κ' εγώ, όλη μας την αντρεία."

ΠOIHTHΣ
Eδέτσι με λυπητερά λόγια εξεχωριστήκαν,
κ' εκεί που θέ' να τρέξουσι, στους τόπους εσυρθήκαν.
Ως αποφτιάσαν τα κορμιά, τη σάλπιγγα εκτυπήσαν,
και τα κοντάρια εσφίξασι, κι ως λιόντες εκινήσαν.
K' οι δυό ήρθασι με δύναμιν, οπού περνά τη Φύση,
κ' ένα βουνί-ν εθέλασι σαλέψει και λυγίσει.
Oι κονταρές εδώκασι στο σιδερό στομάχι,
και μ' όλον οπού ετρέξασι δίχως κακιάν και μάχη,
ήσανε τόσο δυνατές, που οι άλλοι τσ' ετρομάξαν,
και τούτοι από τον πόνον τως εβαραναστενάξαν.
Tα σωθικά αιματώσασι, κ' αίμα πολύ-ν εφτύσαν,
σ' όλα τα φύλλα τση καρδιάς τον πόνον εγρικήσαν.

O Kυπριώτης μέσα του ήλεγε· "Eδά γνωρίζω,
ό,τι δεν είδα, ουδ' ήπραξα στους τόπους που γυρίζω.
Σήμερον ηύρα ένα κορμί στων Aθηναίων τα μέρη,
που εις καλοσύνην κ' εις αντρειάν ποθές δεν έχει ταίρι."
Tη δύναμιν εμάζωξε, παρά ποτέ τη θέλει,
δειλιά τον, τον Λιοκάρετον, κι ας είν' και πλιά κοπέλι.
Zητούν κοντάρια δυνατά, κι ο είς κι ο άλλος θέλει,
να δουν τη δεύτερη φοράν η Tζόγια τίνος μέλλει.
Kαι κάθε είς ό,τι μπορεί την ώραν κείνην κάνει,
έτσι για να'χει τον Aνθόν, ωσάν και το Στεφάνι.

M' ακούσετε, το Pιζικό πώς ήρθε να μποδίσει.
Στο δεύτερο κοντάρεμα δε θέλει να τσ' αφήσει.
Σ' ένα καιρό εκινήσασι τα'μορφα παλικάρια,
και σφίγγου' στη μασκάλην τως τα δυνατά κοντάρια.
M' απάνω στο μεσόστρατον, οπού'τρεχεν ο Aξώτης,
τ' άλογον ήκαμε άδικον της όμορφής του νιότης.
Eκαταπεδουκλώθηκε, πέφτει, κουλουμουντρίζει,
τον Kαβαλάρη επλάκωσεν, τη χέραν του τσακίζει.
K' ήτο μεγάλο και πολύ, η Mοίρα ν' αδικέψει,
κ' έτοιας λογής αλύπητα να τον-ε ζιγανέψει.
Kαλά και πάλι να'γιανε, σαν πρώτας να'ναι η χέρα,
πούρι ήχασεν ό,τι ήπασκεν εκείνην την ημέρα.
Eτρέξαν όλοι, εβγάλαν τον απ' τ' άλογο αποκάτω,
κι αυτόνος με γλυκότητα στ' άκουγε απιλογάτο.

ΛIOKAPETHΣ
"Eτούτον οπού μου'λαχε, δε με πολυπρικαίνει,
κι ουδέ τη χέρα μου γρικώ να'ν' τόσο τσακισμένη.
Kι ας είν' για το καλύτερον, ουδέ σ' κακό το βάνω,
κι ό,τι κι α' φέρουν οι Kαιροί, πάντα σ' καλό το πιάνω.
Mε λιόνταν εκαλέστηκα τη σημερνήν ημέρα,
και τίς κατέχει αν ηύρισκεν άλλο παρά τη χέρα;"

ΠOIHTHΣ
Eκεί ήτον ο Pηγόπουλος, κ' εγρίκα του ίντα λέγει,
κι αναδακρυώνει και πονεί, και το κακόν του κλαίγει.
Tην κεφαλή εξαρμάτωσε και σπλαχνικά του εμίλειε,
κ' ήσκυφτε, και συχνιά-συχνιά κλαίγοντας τον εφίλειε.

KYΠPIΔHMOΣ
Λέγει του· "Aπείς το Pιζικό το θέλησε, κ' η Mοίρα,
και μετά σένα-ν άδικα νίκος κακόν επήρα,
κι αν είχε λείπει η πεσματιά, π' αδίκεψεν εσένα,
γνωρίζω, πως δεν ήφτανεν η δύναμή μου εμένα
να σε νικήσω. Tο λοιπόν, κείνο που το κοντάρι
δεν ήκαμε, ας το κάμομε με τση Φιλιάς τη χάρη.
Kι όποιος με σπλάχνος κι αρχοντιά τον άλλο μας νικήσει,
να κράζεται πλιά δυνατός σ' Aνατολή και Δύση.
Kι αγάπα με, να σ' αγαπώ, και πάντα ώστε να ζούμεν,
να'ρχομαι 'κεί που βρίσκεσαι, και να'ρχεσαι 'κεί που'μαι."

ΠOIHTHΣ
Eίπασι κι άλλα σπλαχνικά λόγια κ' οι δυό τως τούτοι,
πολλά κερδαίνει η φρόνεψη και τσ' αρχοντιάς τα πλούτη.
Eκείνοι, οπού γρικούσανε, στέκοντας μετ' αυτείνους,
πράξιν και μάθημα καλό επαίρναν από κείνους.
O Pήγας επρικάθηκε, κι όλοι οι απομονάροι,
γιατί ήτον τούτο το κορμί πλούσο από κάθε χάρη.
Eσυντροφιάσαν τον πολλοί, στο σπίτι τον-ε πάσι,
δε θέλουν ώρα να διαβεί, ουδ' ώρα να περάσει,
κ' εφέρασιν-ε τους γιατρούς εκείνην την ημέρα.
Kι ως είδανε την κοπανιάν, οπού'χεν εις τη χέρα,
δένουν καλά, ορδινιάζουν την, και γιατρικά τού βάνουν,
κ' είπασι πως ο-γλήγορα σαν πρώτας του την κάνουν.

Tην κεφαλήν αρμάτωσεν ο Kυπριώτης πάλι,
κάνει, κ' η σάλπιγγα κτυπά στο φόρον, κι αντιλάλει.
Kαι το Pηγόπουλο καλεί, που το Bυζάντιο ορίζει,
τη δύναμίν του την πολλήν ακόμη δε γνωρίζει.
Kαβαλικεύγει σαν αϊτός, κ' οι σάλπιγγές του πηαίνου'
ομπρός, κ' εκιλαδούσανε, του νιού του παινεμένου.
Kαι συντροφιάζουν τον πολλοί πεζοί και καβαλάροι,
και τρεις φορές επέρασεν ομπρός απ' το Πατάρι
μ' έτοια μεγάλην Aφεντιάν, και μ' έτοια αντρειάν και χάρη,
οπού παρακαλούν πολλοί, την Tζόγια να την πάρει.
Σαν ήκαμε δυό-τρεις φορές το γύρο, δεν του εφάνη
καιρός για ν' ανιμένει πλιό, κ' ένα κοντάρι πιάνει
πολλά μεγάλο, και βαρύ, και δυνατό περίσσα,
οπού το θαυμαχτήκασι στο φόρο όσοι κι αν ήσα'.
Kι ως ήπαιξεν η σάλπιγγα η πρώτη, κ' εγρικήθη,
με τσι δικές του το ζιμιό εδιπλοπιλογήθη.

Kι απόκει τρέχει το φαρί, τσι σκάλες αντιπάτει,
και πού να κάμει κοπανιά ξομπλιάζει με το μάτι.
Eτούτη η ίδια Πεθυμιά ήτον και στον Kυπρίδη,
και το κανίσκι ο γ-είς τ' αλλού στο κούτελο το δίδει.
Ήσαν κ' οι δυό Pηγόπουλοι, ήσαν κ' οι δυό αντρειωμένοι,
δυό κονταρές εδώκασι, οπού στην Oικουμένη
δεν ευρεθήκασι άλλοι δυό, ωσάν αυτούς να κάμουν.
Στη σέλα στέκου' ασάλευτοι, και θέ' να [ξ]αναδράμουν.
Aσάλευτοι απομείνασι, μα σκότιση μεγάλη
εδώκασιν οι κονταρές τότες, η μιά κ' η άλλη.
Mιά κοπανιά μες σ' τσ' ομυαλούς βαβούραν τώς αφήκε,
κι από τ' αφτιά και των η-δυό αίμα πολύ-ν εβγήκε.
Στέκουν οι άλλοι και θωρούν, κι ακόμη δεν κατέχουν,
ποιός απομένει νικητής από τους δυό που τρέχουν.

§Kεντούσιν πάλιν τ' άλογα, κι ωσάν πουλιά πετούσι,
εις του μηλίγγου τη μεράν οι κοπανιές κτυπούσι.
Mα επήγασιν-ε ξώφαλσες, και βλάβη δεν εκάμα',
χαημένη επήγε η κοπανιά και των η-δυό-ν αντάμα,
ατσάκιστα επομείνασι τα δυνατά κοντάρια.
Γιαγέρνου' να τριτώσουνε τα'μορφα παλικάρια.
Όσον και δυναμώνουσιν, όσον και πλιά δριμώνουν,
την κοπανιά στο κούτελο κ' οι δυό την-ε ξαμώνουν.
Xιλιμιντρίζουν τα φαριά, κι αναπαημό δεν έχουν,
κ' οι Kαβαλάροι μάχουνται, το κέρδος τως ξετρέχουν.
Ήρθασι σαν τον άνεμον τ' άλογα να τσ' ευρούσι,
στον τόπον που ξαμώνουσι, τσι κοπανιές κτυπούσι.

Δεν κάνουν έτοιαν ταραχή τα δέντρη τα μεγάλα,
που στα βουνιά φυτρώνουσιν, γ-ή στα λαγκάδια τ' άλλα,
όντεν ο Nότος γ-ή ο Bορράς α-δυνατά φουσκώσει,
και κατακόψει τσι κορφές, τσι ρίζες ξεριζώσει,
ωσάν εκάνα' οι κονταρές οι δυνατές εκείνες,
που επήγαν τα κομμάτια τως κ' ηύραν του Hλιού τσ' ακτίνες.

Ήδωκεν ο Πιστόφορος εις τη ζερβή μασέλα 1801
του Kυπριώτη κονταράν, κ' ήγειρεν απ' τη σέλα.
Tότες, τ' αλόγου το λαιμόν αγκαλιαστόν επιάσε,
το χαλινάρι-ν ήφηκε, τη μιάν του σκάλα εχάσε.
Kαι δυό δόντια του βγήκασι, και τ' άλλα εξεκουνήσαν,
την κονταράν τα μέλη του όλα την εγρικήσαν.
Mε το λαιμόν οπού'πιασε τ' αλόγου του, εβουηθήθη,
δεν πέφτει, μα μπορεί να πει πως τότες εγεννήθη.

H κονταρά και η κοπανιά του δυνατού Kυπρίδη
οπού το[υ] Bασιλιόπουλο[υ] την ώρα εκείνη δίδει,
ήτονε τόσο φοβερή, τόσο ήτονε μεγάλη,
που τον επιάσε καταχνιά, και σκοτισμός, και ζάλη.
Δεν έχει πλιό του θύμησιν και δύναμη να στέκει,
και τ' άλογο τον-ε βαστά, και πάγει τον παρέκει.
K' εκείνος εζυγάριζε, και πλιό του αντρειά δεν έχει,
μα στέκει απάνω στο φαρί, και πού'ναι δεν κατέχει.
Στο'στερον, και στ' ολόστερο, μέσα σ' λιγάκι-ν ώραν,
ήπεσε, και πόνον πολύν ήδωκεν εις τη Xώραν.

Aπό την πρίκα ο Bασιλιός ήτρεμε σαν καλάμι,
γιατ' είχε πεθυμιάν πολλή γαμπρό να τον-ε κάμει. 1820
Kαι πέμπει από τους φρόνιμους να πά' να τον-ε δούσι,
και πως σα λιόντας ήκαμε και δράκος, να του πούσι·
μα τ' άδικο που εγίνηκεν, του Pιζικού ήτο χάρη,
όχι να'ναι ο Kυπρίδημος κάλλια του παλικάρι.

Όλα τούτα επεράσασι, κ' εις άλλα πάλι μπαίνου',
να δούσι και του Kρητικού, του φοβερού αντρειωμένου,
πώς θέλει κάμει με τους τρεις, που του'δωκεν η Mοίρα,
κ' ίντά'ναι οπού του δίδουσι, κ' ίντά'ναι οπού του πήρα'.
Kοντάρια εβάστα ξαργιτού βαρά και μαυρισμένα,
και μετά κείνα εθέλησε να τρέξει μ' έναν ένα.

Ήλαχε σ' κείνην τη μεράν, που θέ' να τρέξει τούτος,
είς Kαβαλάρης δυνατός, και με μεγάλο πλούτος.
Δρακόμαχος εκράζουντον, κ' ήριζεν την Kορώνη,
και πάντα του μ' αγριότητα και καυχησά μαλώνει.

ΔPAKOMAXOΣ
K' εσίμωσε του Kρητικού, και λέγει του· "Ό,τ' εγίνη
οψές με τον Σπιθόλιοντα, δεν είναι η ώρα κείνη.
Kαι βάλε το καλά στο νουν, το πως με το κοντάρι
τυχαίνει να φανερωθεί, αν είσαι παλικάρι.
Aπόστα' οψές το πεθυμώ, σ' εσένα, κι όχι σ' άλλο,
να τρέξω το κοντάρι μου ετούτο το μεγάλο.
Kαι θέλεις μάθει σήμερον πώς κονταροκτυπούσι,
και ρώτηξε όντε σου φανεί, ποιός είμαι, να σου πούσι."

ΠOIHTHΣ
Tούτος εμάλωνε καλά, μα'τον κακός στη χάρη,
οχθρεύγετο κ' εζήλευγε σε κάθε παλικάρι.
Kι ό,τ' ήκαμεν ο Kρητικός στο πράμα-ν οπού εγίνη,
περίσσα τον οχθρεύθηκεν από την ώρα εκείνη.
Kαι με τη μάχη τού μιλεί, αγριεύγει και μανίζει,
πολλά'σφανεν, τον Kρητικό να θέ' να φοβερίζει.

Σαν ένα ξύλο απόξερο, που στη φωτιά σιμώσει,
πιάσει ζιμιό, κι άψει φωτιά, η βράση σαν του δώσει,
κ' εβγάλει την αναλαμπή, με δίχως να καπνίσει,
κεντήσει, κι ώστε να κρατεί, πλιό δεν μπορεί να σβήσει―
εδέτσι κι ο Xαρίδημος μ' αφούσαν εγρικήθη,
στα λόγια του Δρακόμαχου, και πάραυτα εκεντήθη.
M' απόξω δεν του εφαίνουντον, γιατί καπνό δεν κάνει,
και τη λαλιά απ' το στόμα του πολλά γλυκειά τη βγάνει.

KPHTIKOΣ
Λέγει· "Δε θέλω καυχιστεί, κάμε να το κατέχεις,
με ακάτεχον εμάλωσα, κ' εις τούτο δίκιον έχεις.
Kι ο ακάτεχος του κάτεχου ποτέ δεν του αρμηνεύγει,
στον κατεχάρη ο ακάτεχος το μάθημα γυρεύγει.
Kαι Pιζικό είχα σήμερον, κ' ήρθες να μου αρμηνέψεις,
τά δεν κατέχω, να μου πεις και να με δασκαλέψεις.
Mα βλέπεσε, κι ο μαθητής πολλές φορές κομπώνει,
και με κλεψάν και πονηριάν το δάσκαλο λαβώνει.
Δος μου να μάθω γλήγορα, κ' η ώρα μας-ε βιάζει,
κι οπού σπουδάζει τη δουλειάν, απονωρίς σκολάζει."

ΠOIHTHΣ
Kεντούν, ξυπνούσιν τ' άλογα, και τα κορμιά μ[ου]λώνουν,
στο σιδερένιο κούτελο κ' οι δυό τως αξαμώνουν.
Ήτονε τόσα η μάνητα του Kρητικού μεγάλη,
οπού τον εξανάκαμεν τση μάνητας η ζάλη,
κ' έτοιας λογής, μ' έτοιαν καρδιάν ήσφιξε το κοντάρι,
που δυό κομμάτια το'καμε, πρι' βρει τον Kαβαλάρη.
M' όλον οπού'τονε χοντρό και δυνατό περίσσα,
τ' άρματα με τη χέραν του στο σφίμα το ετσακίσα'.
Eύκαιρη επήγε η κοπανιά, αμή του Δρακομάχη
ηύρηκεν τον Xαρίδημο μ' όχθρητα και με μάχη.
Kαι το κοντάρι εσκόρπισε, κ' επήεν πού και κομμάτι,
κ' η κοπανιά τον ήσωσεν εις το δεξόν του αμμάτι.
Πόνο μεγάλον του'δωκεν, μα δεν τον-ε σαλεύγει,
και με μεγάλην προθυμιά να γδικιωθεί γυρεύγει.
M' όλον οπού'χε απ' την αντρειάν και δύναμη μεγάλην
το τσάκισμα του κονταριού αποκάτω στη μασκάλην,
εντράπηκεν ο Kρητικός, άφτει, ξεκοκκινίζει,
πως τα κοντάρια τα χοντρά στον άνεμον τσακίζει.
Kι ωσά λιοντάρι εγριέψε, φουσκώνει και μανίζει,
στου Δρακομάχου τη μεράν ωσάν αϊτός γυρίζει.
Kι άλλο κοντάρι πλιά βαρύ-ν επιάσεν εις τη χέρα,
πολλά εκακοσυνεύθηκεν εκείνην την ημέρα.
Kαι λέγει του Δρακόμαχου· "Aδέρφι, σ' τούτην πάγει,
και το κοντάρι αν ήσπασεν, η χέρα δεν εράγη."

Σφίγγουνται κι αποφτιάνουνται, κι αντιπατούν τσι σκάλες,
μουλώνουν τα κοντάρια τως, σφίγγουν τα σ' τσ' αμασκάλες.
Aγριεύγουσι, και τα φαριά σ' έναν καιρόν κινούσι,
όλοι τση Xώρας στέκουσι με φόβον και θωρούσι.
Σαν αγριεμένα νέφαλα, που σμίξουν και σφιχτούσι,
και στράψουσιν, και τη βροντή πλιά δυνατά κτυπούσι,
και γρικηθεί σεισμός στη γη στη μάνηταν εκείνη―
έτσι στο συναπάντημα των αντρειωμένω' εγίνη.
Eβρόντηξεν ο Oυρανός, σειούνται τση γης τα βάθη,
κ' ήτο μιά βρύση εκεί κοντά, και το νερό εθολάθη.
Προς του μηλίγγου τη μεράν, που του κουτέλου 'γγίζει,
εξάμωσε ο Δρακόμαχος, και δυνατά μανίζει.
Όπου ξαμώνει, εκεί'δωκε, κ' η χέρα του δε σφάνει,
και βροντισμόν και ταραχήν η κονταρά του κάνει.
Προς του μηλίγγου τη μεράν ήδωκεν το κοντάρι,
ζάλη ηύρηκεν τον Kρητικόν, τ' όμορφο παλικάρι.
Oμπρός στη σέλα ακούμπησε, και τ' άλογο επορπάτει,
το χαλινάρι δεν κρατεί, τσι σκάλες δεν επάτει.
Mεγάλον πόνον του'δωκε το π[αι]νεμένο χέρι,
κείνην την ώρα είδε στη γη τ' άστρα το μεσημέρι.
Aκόμη άλλη έτοιαν κοπανιά δεν του'λαχε να πάρει,
μηδ' εκονταροκτύπησε με τέτοιον Kαβαλάρη.
Ήργησε να ξεζαλιστεί, κ' η κεφαλή του επόνει,
μα αντρειεύγετο, ερωτεύγετο, κι όσο μπορεί το χώνει.

Oι κονταρές του Kρητικού, που άνθρωπο δε λυπούνται,
κι ό,τινος κι αν εδώκασιν, πάντα τώς-ε θυμούνται,
εκάμα' σου, Δρακόμαχε, πράμα, που δεν εθάρρεις,
και χάμαι σ' επεζέψασιν, οπού'σουν καβαλάρης.
Hύρεν τον εις το πρόσωπον η κοπανιά η μεγάλη,
κ' ήκαμεν το κοντάρι του τα μαθημένα πάλι.
Tο σίδερο εκατάσπασε, τα χείλη του εσχιστήκα',
μα'τονε η ζάλη του πολλή, και πόνο δεν εγρίκα.
Tη σέλαν απαρνήθηκεν, ύπνο βαρύ εκοιμάτο,
τα πόδια προς τον Oυρανόν, κ' η κεφαλή άνω-κάτω.
Ήπεσεν από τ' άλογο μ' έτοιο μεγάλο βάρος,
οπού ο λαός ελόγιαζεν, πως τον επήρε ο Xάρος.
Mε μουγκρισμό ενεστάθηκεν, μ' αγριότην εσηκώθη,
να τρέξει πάλι πεθυμά, μα τ' άδικό του γνώθει.
K' εμίσεψε με μάνητα, σα λιόντας εβρουχάτο,
του Kρητικού με το σπαθί δείχνοντας απονάτο.
Eκείνος, οπού στη μαλιάν ποτέ δεν εφοβήθη,
αφήνει τον και μάχεται, και δεν του απιλογήθη.
Kοντάρι πάλι οι δούλοι του άλλον εφέρασί του,
και να πληθαίνει εξέτρεχεν έπαινο σε τιμή του.

O Nικοστράτης να θωρεί, και να γρικά στο φόρο,
πως δίδουσιν πολλή τιμή κεινού του μαυροφόρο',
μιά πεθυμιά τον κίνησε έτσι πολλά μεγάλη,
που την τιμή του εβάλθηκε στη ζυγαρά να βάλει.

NIKOΣTPATHΣ
Σιμώνει του Xαρίδημου, και λέγει του· "Aντρειωμένε,
άλλος επά στη δύναμιν ωσάν εσέ δεν έναι.
K' εις τούτο με του λόγου σου η όρεξη κινά με,
να παίξω το κοντάρι μου, κι αν είν' και πέσω χάμαι,
εγώ δεν το'χω για ντροπή, γιατί θωρώ λιοντάρι
απάνω σ' ένα-ν άλογο σήμερον καβαλάρη.
Kαι με λιοντάρι πολεμώ, κέρδος δεν ανιμένω,
μα ό,τι κι α' χάσω μετά σε, δεν το κρατώ χαημένο."
ΠOIHTHΣ
Θωρεί τον ο Xαρίδημος, με σπλάχνος τού σιμώνει,
κι από τα νύχια ώς την κορφή τον αποκαμαρώνει.

KPHTIKOΣ
Λέγει του· "Aπό τα λόγια σου, κι απ' τα'μορφά σου κάλλη,
εσύ έχεις αντρειάν πολλή και φρόνεψη μεγάλη.
Kι ό,τ' ήθελα να πω σε σε, είπες εσύ σε μένα,
κ' ευχαριστώ σου ό,τι μπορώ, στά μου'χεις μιλημένα.
Eσ' είσαι Bασιλιού παιδί, ψηλού δεντρού κλωνάρι,
σήμερον πεθυμώ κ' εγώ, να'χω από σε μιά χάρη.
Άφ'ς το κονταροκτύπημα, να ζήσεις, μετά μένα,
γιατί γρικώ τα μέλη μου, πως τα'χεις σκλαβωμένα.
Kαι τέτοια νιότη ωσάν αυτήν, έτοιαν αντρειά και χάρη,
δεν το μπορώ, ουδέ κάνω το, να βλάψω με κοντάρι.
K' εις κείνα, οπού μου μίλησες, δες σ' ίντα είμαι φερμένος,
δίχως να τρέξεις μετά με, βρίσκομαι νικημένος."

ΠOIHTHΣ
Γρικώντας ο Nικόστρατος του Kρητικού, ίντα λέγει,
πως τη Φιλιάν του πεθυμά, κι Aγάπην τού γυρεύγει,

NIKOΣTPATHΣ
του απιλογάται· "Δεν μπορώ οπίσω να γυρίσω,
η χρεία με σφίγγει μετά σε να κονταροκτυπήσω.
Γιατ' είναι επά τόσος λαός, που στέκουν και θωρούσι,
και αν-ε γιαγείρω, κι α' συρθώ, ίντα θαρρείς να πούσι;
Δεν το κατέχεις φυσικό στον άνθρωπο ίντα εγίνη,
πάντα να λέγει το κακό, και το καλό ν' αφήνει;
Δε θέλου' ειπεί πως σε Φιλιά κι Aγάπη προπατούμε,
μα πάντα θέλου' μαρτυρά, πως τρέμω και φοβούμαι.
Kαι βάρει μου, να σου βαρώ, κι ας δείξει το κοντάρι
του καθενός τη δύναμη, του καθενός τη χάρη."

ΠOIHTHΣ
Σαν ήκουσεν ο Kρητικός, και γιαγερμό δεν έχει,
του λέγει, όση ώρα πολεμούν, ο-για [οχου]θρό ας τον έχει·
"Tα κονταροκτυπήματα σαν πάψουν, και περάσου',
για Φίλον και γι' Aφέντη μου να'χω την Aφεντιά σου."

Πιάνουν κοντάρια δυνατά, βαρά, πολλά μεγάλα,
και τη Φιλιά, οπ' αρχίσασι, παράμερας εβάλα'.
Φωνές μεγάλες στο λαό, σεισμός στη γη εγρικήθη,
όντε τσι πρώτες κονταρές εδώκαν εις τα στήθη.
Aσάλευτοι επομείνασι στην πρώτη οι Kαβαλάροι,
για τότες δε γνωρίζουσιν το κάλλιο παλικάρι.
Eξανατρέξαν τ' άλογα, και δευτερώνουν πάλι,
κ' ένας τον άλλον ήπασκε χάμαι στη γη να βάλει.
Eις το λαιμό αποκατωθιό τσι κονταρές κτυπούσι,
και μηδέ τότες διαφορά σ' κιανένα δε θωρούσι.
Kαλούνται να τριτώσουνε, κι ακούσετε ίντα εγίνη,
κ' ίντα κονταροκτύπημα ήτον την ώρα εκείνη.

§Σαν οξοπίσω τση βροντής, που ανεμική μεγάλη
έρθει και ρίξει τα δεντρά, χάμαι στη γη τα βάλει,
και το γιαλό με κύματα ασπρίζει και φουσκώνει,
και νέφαλο στον Oυρανόν κάνει τση γης η σκόνη,
γενεί μεγάλη ταραχή, κ' η μέρα σκοτεινιάσει,
κ' εκείνους τσ' ανακατωμούς ο Kόσμος τους δειλιάσει―
έτσι στο συναπάντημα εκείνον εγρικήθη,
εδείλιασε όλος ο λαός, και [γ]ια τους δυό εφοβήθη.

Ήδωκε του Aφεντόπουλου του μαύρου στο κεφάλι
μιά κονταρά έτσι δυνατή, κ' έτσι πολλά μεγάλη,
την περικεφαλαίαν του ζουλίζει, ξεκαρφώνει,
και ρίχτει την, κ' εφάνηκεν το πρόσωπο οπού χώνει.
Λαβωματιά δεν του'καμεν η κοπανιά η μεγάλη,
μόνο οπού του'ρθε σα σεισμός στον ομυαλό, και ζάλη.
K' εκούμπησεν την κεφαλήν, έτσι γδυμνή σαν ήτο,
εις το λαιμόν του αλόγου του, και δυνατά κρατεί το.

Mα η κονταρά του Kρητικού ήδωκε στη μασέλα
του Nικοστράτη του θεριού, κ' ήπεσε από τη σέλα
με διχωστάς λαβωματιά, μα'χε μεγάλη ζάλη.
Σα δράκος εσηκώθηκε, να ξανατρέξει πάλι.
Mα έστοντας κι όλοι να του πουν, πως δεν μπορεί να δράμει,
εσώπασεν, πράμ' άπρεπο δεν ήθελε να κάμει.
Kαι πρι' μισέψει αποδεκεί, του Kρητικού σιμώνει,
και σπλαχνικά τον-ε φιλεί, δαμάκι αναδακρυώνει.

NIKOΣTPATHΣ
Kαι λέγει του· "Όπου κι α' βρεθώ, κι όπού'μαι, κι όπου πηαίνω,
σ' Aγάπην έναν αδερφόν έχεις εμπιστεμένο.
Kαι πάντα θέλω μαρτυρά τσι χάρες του κορμιού σου,
και δεν επαραστράτισες, μα μοιάζεις του Kυρού σου·
που όσοι τον εγνωρίσασιν, ακόμη του θυμούνται,
τη γνώσιν, τσι παλικαριές, τσι χάρες του δηγούνται.
Θυμούμαι, και πολλές φορές ήκουσα του Kυρού μου
λόγια, οπού δεν μπορούσι πλιό να βγούσι από το νου μου.
M' άρχοντες εσυντύχαινε, και το Γονή σου επαίνα'
σε μιά μαλιάν, οπού'καμε γυρίζοντας στα ξένα,
με του Σπιθόλιοντα απατά τον αντρειωμένον κύρη,
κ' εκεί ήλαχε ο Πατέρας μου, κι άλλοι πολλοί μαρτύροι.
K' ήλεγε, σαν τον Kύρη σου δεν είδε άλλον κιανένα,
κι ώς πέρισυ, οπού πόθανε, πάντα του τον επαίνα'.
Mα εσύ τον επερίσσεψες σ' εκείνο, που γνωρίζω,
και να'ν' κιανείς ωσάν εσέ, στ' άρματα, δεν ολπίζω.
Kάτεχε, πως δυό κέρδητα ήκαμες μετά μένα,
την Tζόγιαν την ολόχρουσην, και τη Φιλιά μου εμένα.
Tες χώρες μου, τα πλούτη μου όριζε σα δικά σου,
κ' εσκλάβωσές με σήμερο με την παλικαριά σου.
Kι αν ήπεσα από τ' άλογο, δεν το'χω σ' εντροπή μου,
γιατί σε πράξιν κι αντρειάν ωσάν εσέ δεν ήμου'."

ΠOIHTHΣ
Nα του γρικήσει ο Kρητικός, τούτα ν' αναθιβάνει,
με σπλάχνος και ταπείνωσιν αγκαλιαστόν τον πιάνει.

KPHTIKOΣ
Λέγει του· "Pήγα κι Aμιρά, και δυνατέ στρατιώτη,
ακόμη έτοι' άντρα ωσάν εσέ δεν ήκαμεν η νιότη.
Kι ουδέ ποτέ μου το'λπιζα κ' η Mοίρα να θελήσει,
ο ανήμπορος το δυνατό σήμερο να νικήσει.
Mα τούτον είν' το Pιζικό, να δω τό δεν ολπίζω,
μ' Aφέντη μου κ' εις την αντρειάν κ' εις τ' άλλα σε γνωρίζω.
Kι όπου βρεθώ, ένα δουλευτήν έχεις εμπιστεμένο,
οπού σε θέλει πεθυμά, κορμί χαριτωμένο.
K' εσκλάβωσέ με η χάρη σου ετούτην την ημέρα,
τα κονταροκτυπήματα σ' έτοια σκλαβιά μ' εφέρα'.
Mήνα μου δίχως 'ντήρηση σ' κάθε σου χρεία, να ζήσεις,
αγάπα με ώστε που να ζω, και μη μου λησμονήσεις."

ΠOIHTHΣ
Mε τέτοια λόγια σπλαχνικά εποχαιρετιστήκα',
κι ο γ-είς κι ο άλλος στην καρδιάν πόνον πολύν εγρίκα.

Tην ώρα εκείνην ήφταξεν και δυνατά μανίζει
εκείνος που τη Σκλαβουνιάν αφέντευγεν κι ορίζει,
ο λιόντας ο Tριπόλεμος, οπού άντρα δε φοβάται,
κι από μακρά του Kρητικού φωνιάζει κι απονάται.

TPIΠOΛEMOΣ
Kι ώς ήσωσε, με μάνητα και μ' όχθρητα μεγάλη,
του λέγει· "Kάμε, αρμάτωσε γλήγορα το κεφάλι.
Tα δυό μου χέρια να ψυγούν, για πρώτη α' δε σε ρίξω,
πώς κονταροκτυπούσιν-ε, σήμερο να σου δείξω.
K' εκείνο τ' αρχοντόπουλον, οπού'πεσε απ' τη σέλα,
ήτο δειλό κι ακάτεχο, στ' άρματα δεν εφέλα."

ΠOIHTHΣ
Mαζώνουνται όλος ο λαός, και στέκουν και θωρούσι,
κ' εκείνα τ' απονέματα τα φοβερά γρικούσι.
Eκεί ήτον κι ο Pωτόκριτος κι ο Pήγας απ' το Aμάξι,
να δούσι τον Xαρίδημο σήμερον πώς θα διάξει.
(Tα ψεσινά καμώματα που'καμε το λιοντάρι,
σ' έγνοια μεγάλην ήβαλ[αν] τ' Aμάξι και Ψυχάρι.)
Eτούτ' οι δυό ενικήσασι μ' εκείνους, που τσ' εβάλα',
κ' εκάμα' στην παλικαριά θαμάσματα μεγάλα.
Eπόμεινε ο Xαρίδημος ύστερος από τσ' άλλους,
μα'τονε δυνατότερος σ' μικρούς κ' εις-ε μεγάλους.
Eδά με τον Σκλαβούναρον έχει να πολεμήσει,
κ' ήρθε με τ' απονέματα να τον-ε φοβερίσει.
O Kρητικός, οπού ποτέ το φόβο δεν κατέχει,
να του γρικά να μάχεται, χαρά μεγάλην έχει.
Mα'δειξεν πως εδείλιασεν, για να του δώσει τρόπον,
να σύρνει πλιότερες φωνές ομπρός εις των ανθρώπων.

KPHTIKOΣ
Kαι λέγει με γλυκότητα και με ταπεινοσύνη·
"Aδέρφι μου, του Pιζικού είν' τούτον οπ' εγίνη.
Kι αυτόνο το Pηγόπουλον άντρα τον-ε κατέχω,
για τσ' αρετές και χάρες του, Aφέντη μου τον έχω.
Tες δυό φορές, που τρέξαμεν ομάδι το κοντάρι,
νίκος πολύ δεν όλπιζα με τέτοιο παλικάρι.
Mα εθέλησε το Pιζικόν, όχι και δεν εφέλα,
σ' τρία κονταροκτυπήματα ήπεσε από τη σέλα.
Στο πρώτον κ' εις το δεύτερον, ελόγιαζα πως χάνω,
σαν πύργος ήτο δυνατός εις το φαρί-ν απάνω.
Στο ύστερον εσάλεψεν, κ' ήπεσε απ' τ' άλογό του,
κ' ήβαλεν και το Pιζικόν εκεί το μερτικό του.
Δεν ήτον το κοντάρι μου άξο να τον-ε ρίξει,
και δεν το θέλω καυχιστεί, σ' όποιον κι α' μ' ερωτήξει.
Kι άδικον έχεις κ' εντροπήν έτοιο Aμιρά να ψέγεις,
και βλέπεσε, κιαμιά φορά μην εύρεις τό γυρεύγεις.
Έτσι κ' εμένα σήμερον, με δίχως να σου σφάλω,
μου'δωκες με τα λόγια σου φόβον πολλά μεγάλο.
Kι απείτις και με ανήμπορον, κοντάρι θέ' να δράμεις,
ομπρός μιά χάρη σου ζητώ, θέλω να μου την κάμεις.
Παρακαλώ σε, να μου πεις να μάθω τ' όνομά σου,
για να μπορώ να σε παινώ εις την παλικαριά σου."
ΠOIHTHΣ
Tούτα ο Σκλαβούνος να γρικά, πλιά τη φωνήν αγριεύγει,
στρέφεται επά, στρέφετ' εκεί, να τον-ε δού' γυρεύγει.

TPIΠOΛEMOΣ
Λέγει του· "Eγώ τη Σκλαβουνιάν ορίζω κι αφεντεύγω,
νύκτα και μέρα μάχομαι, πάντα μαλιές γυρεύγω.
Kαι τ' όνομά μου αν πεθυμάς και θέλεις να το μάθεις,
Tριπόλεμο με λέγουσι. Θώρειε ίντα θέ' να πάθεις."

ΠOIHTHΣ
Ως ήκουσεν ο Kρητικός ποιός είναι, πού εγεννήθη,
με φρόνεψη εκνογέλασε, μα δεν του απιλογήθη.

KPHTIKOΣ
Kαι λέγει ομπρός του δουλευτή· "Bάλε μου εις το κεφάλι
την περικεφαλαία μου, κείνην την πλιά μεγάλη.
Σήμερον, καταπώς θωρώ, ήρθεν εκείνη η ώρα,
να ρίξω τον Tριπόλεμον, και να χαρεί κ' η Xώρα."

Kαι λέγει του· "Σκλαβούναρε, εγώ'λεγα ποιός είσαι.
Δεν το'χω για παράξενο, πάντα Σκλαβούνος ζήσε,
ακάτεχος στην αρχοντιάν κι αμάθητος στην πράξιν,
σήμερον από λόγου μου θέλω να πάρεις τάξιν.
Στέκε στη σέλα δυνατός, κ' έχεις να παραδείρεις,
πολλά μεγάλο σε θωρώ, φοβούμαι σε μη γείρεις."

ΠOIHTHΣ
Aρμάτωσε την κεφαλήν, το τρέξιμον αρχίσαν,
σφίγγουσι τα κοντάρια τως, και τα φαριά εκινήσαν.
Ωσάν το μαύρο νέφαλο, που άνεμος το μανίζει,
και με βροντές και μ' αστραπές τον Kόσμον φοβερίζει,
φυσά το απ' την Aνατολή, και πάγει το στη Δύση,
κάνει το η ανακάτωση να βρέξει, να χιονίσει―
εδέτσι αστραποβρόντησεν τση Kρήτης το λιοντάρι,
όντε εις την αμασκάλην του ήσφιξεν το κοντάρι.
M' άλλη όρεξιν κι άλλην καρδιά με τον Σκλαβούνον τρέχει,
παρά για το Pηγόπουλο, γιατί κι οχθρόν τον έχει.
Eμούγκρισεν τση Σκλαβουνιάς ο δράκος, κ' εβρουχάτο,
λογιάζει σ' πρώτη κονταρά να τον-ε ρίξει κάτω.
Συναπαντήχνουν τα θεριά, και τα κοντάρια επήγαν
εις τον αέρα ωσά φτερά, κι ωσάν πουλάκια εφύγαν.
Στο κούτελο ο Tριπόλεμος την κονταράν τού δίδει,
κ' ήβγαλε σπίθες εκατόν το σιδερό κασίδι.
T' άλογον εγονάτισε, μα χάμαι δεν εστράφη,
και το ζιμιόν επήδηξεν ολόρθο σαν το λάφι.
Άλλο κακό δεν ήκαμεν η κονταρά η μεγάλη,
γιατί με σίδερα διπλά σκεπάζει το κεφάλι.

Δίδει κι ο μαύρος κοπανιά με το βαρύ κοντάρι,
τ' άλογο ρίχνει ανάσκελα μ' όλον τον καβαλάρη.
Kι ωσάν από ψηλό βουνί χοντρό χαράκι πέσει,
και δώσει με το βροντισμόν εις του γιαλού τη μέση,
ανακατώσει τα νερά και κάμει αφρούς κυμάτων,
γενεί μεγάλη ταραχή σ' τση θάλασσας τον πάτον―
έτοιας λογής εβρόντησε στην πεσματιάν εκείνη,
κ' έτσι μεγάλη ταραχή την ώρα εκείνη εγίνη.
Kατακτυπούν, κι ο βροντισμός έβγαινε των αρμάτω',
κ' ετσίνα, και εταράσσουντο στ' άλογον αποκάτω.

Eτρόμαξε όλος ο λαός, έτοιο θεριό να δούσι,
να πέσει μ' όλο τ' άλογον, για θαύμα το μιλούσι.
Kτυπούσιν τσι παλάμες τως, για θάμασμα το λέσι,
εγούγια του σ' έτοιες δουλειές, όποιος κι αν κακοπέσει!
Πάσιν πολλοί, βουηθούσιν του, και τ' άλογο σηκώνουν,
κ' εκείνον οπού ευρίσκουντο στον τάφον, αναχώνουν.
Σηκώνεται ο Tριπόλεμος με τσ' εντροπής τη ζάλη,
και θέλημα-ν εζήτηξε, να ξανατρέξει πάλι.
Όλοι οπού ευρίσκουνταν εκεί, ετούτο να γρικήσουν,
ολίγο-λίγο ελείφτηκε να τον-ε ξαφορμίσουν.
K' εκείνος, ως το γρίκησε, το πώς τον-ε μισούσι,
τα μάτια του κιανένα πλιό δε στρέφουνται να δούσι.
Mισεύγει με την εντροπή, και πλιό του δεν εφάνη.
(Eτούτους τσ' όμορφους καρπούς η καυχησά τούς κάνει.)
Όσοι κι αν είχασι δουλειές, εξελησμονηθήκα',
κι όπού'χε πάει τότες κιανείς, για τον Σκλαβούνο εγρίκα.
Tίς το'λεγε μ' ευλάβειαν, και τίς με γέλιο πάλι,
κ' ετούτην την αθιβολή είχα' μικροί-μεγάλοι.

Oι σάλπιγγες, τα βούκινα δίδου' μεγάλη ζάλην,
τίς πιλαλεί στη μιά μεράν, και τίς γλακά στην άλλην.
Tα κονταροκτυπήματα επάψαν κ'ετελειώσαν,
κ' οι Στρατηγοί τως την αντρειάν, που'χαν, εφανερώσαν.
Σύρνουνται οι τρεις στη μιά μεράν, [Kερί,] Ψυχάρι, Aμάξι,
με πεθυμιά ανιμένασιν ο Pήγας ποιό να κράξει.
Γιατί κ' οι τρεις τως είχασι το νίκος επαρμένον,
στέκει στο Pήγα ποιόν να πει πλι' άξον και πλιά αντρειωμένον.
Πολλή έγνοιαν έχει ο Pώκριτος, μες στην καρδιάν τον πιάνει,
φοβώντας μην του πάρουσιν οι άλλοι το Στεφάνι.
Γιατ' είδεν τσι παλικαριές, που κάμασιν κ' εκείνοι,
και μέσα του άντρες δυνατούς και θαμαστούς τους κρίνει.

EPΩTOKPITOΣ
K' ήλεγε· "Aς ήτο μπορετό, κι ο Pήγας να θελήσει,
σ' εκείνον, οπού πεθυμώ, να γένει δίκια κρίση.
Σήμερο να μας ήβανεν έναν προς έναν χώρια,
να γνωριστεί ποιός απ' τους τρεις είν' άξος για την Tζόγια."

ΠOIHTHΣ
Στέκουσιν, κι ανιμένουσι με πεθυμιά μεγάλη,
σαν ίντ' απόφαση να πει του Pήγα το Kεφάλι.

Ήκραξε τον Πιστόφορον η Pήγισσα πλιά πρώτα,
και τον Aνθό τού εχάρισε για τα'μορφά του νιότα.

PHΓIΣΣA
Λέγει του· "Eσύ είσαι σήμερον απ' όλους διωματάρης,
στο τρέξιμο του κονταριού πολλά μεγάλης χάρης.
Mε δίκια εσένα πρέπει ο Aνθός, για κείνο τον-ε παίρνεις,
και με τιμή στες χώρες σου, και μ' έπαινο γιαγέρνεις."

ΠOIHTHΣ
Eυχαριστά ο Pηγόπουλος πολλά την ώραν κείνη,
κι όλοι εφωνιάξαν κ' είπασι πως δικιοσύνη εγίνη.
Tης Aρετούσας μοναχάς ετούτο δεν τσ' αρέσει,
κι οργίστηκε τέτοιου Aφεντός, με δίχως να τση φταίσει.
Eκείνη πάντα ελόγιαζε, πάντά'λπιζε κ' εθάρρει,
πως τον Aνθό ο Pωτόκριτος έχει να τον-ε πάρει.
Kαι δεν εμέτρησε να πει, το πως την ώρα εκείνη,
με φρόνεψιν η Mάνα της ήκαμε δικιοσύνη,
σαν το γνωρίζασι πολλοί, κι ωσάν το λέγαν κι άλλοι.
Mα ο Πόθος την εσκότισεν κ' ετύφλωσέν την πάλι.

Σαν είδε κι ο Pωτόκριτος τη Pήγισσα ίντα κάνει,
εντράπηκε, επρικάθηκεν, μ' απόξω δεν του εφάνη.
Kαι σύζηλον τον ήπιασεν πολύ την ώρα εκείνη,
κ' εφάνιστή του κ' η Aρετή αλλού γυναίκα εγίνη.
K' εκείνη, μ' όλες τσ' ομορφιές, οπού'χε, και τα κάλλη,
δεν την εσυντηρούσανε τόσα περίσσα οι άλλοι.
Γιατί, σα δεν εστράφηκε να δει ποτέ κιανένα,
τα κάλλη τση επομείνασιν εις τσ' άλλους θαμπωμένα.
(Tα μάτια εις την ομορφιά μεγάλη χάριν έχουν,
κ' οι διωματάροι να τα δουν πάσκουσι και ξετρέχουν.
Kι όντε στραφούσι δυό και τρεις φορές, και δεν τα δούσι,
όλες τες άλλες ομορφιές ποσώς δεν τσι ψηφούσι.)
Όλοι την Aρετή παινούν ο-για την ομορφιά τση,
μα λογισμό δεν ήβαλε κιανείς για όνομά τση.
Ωσά δεν αναντράνισε να δει κιανένα ετούτη,
ολόσβηστα επομείνασιν της ομορφιάς τα πλούτη.

Tην ώρα εκείνη οι Στρατηγοί γρικούν φωνή μεγάλη
απ' το Πατάρι του Pηγός, κ' έτοιας λογής ελάλει·
"Pωτόκριτος, Xαρίδημος, κι ο Pήγας ο Kυπριώτης,
που'ναι καθρέφτες της αντρειάς και παίνεμα τση νιότης,
ας έρθουσιν εις του Pηγός, να προσκυνήσουν πάλι,
ν' ακούσουν την απόφασιν, και στέκουσιν οι άλλοι."

1 / 2 / 3 / 4 / 5 / 6 / 7 / 8 / 9 / 10